ὀλιγοσιτία

From LSJ
Revision as of 19:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοσῑτία Medium diacritics: ὀλιγοσιτία Low diacritics: ολιγοσιτία Capitals: ΟΛΙΓΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oligositía Transliteration B: oligositia Transliteration C: oligositia Beta Code: o)ligositi/a

English (LSJ)

ἡ, small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
frugalité, sobriété.
Étymologie: ὀλιγόσιτος.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγοσιτία) ολιγόσιτος
εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῦν τες», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὀλῐγοσῑτία: ἡ, περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοσιτία:воздержность в пище Arst.

Middle Liddell

ὀλῐγοσῑτία, ἡ,
small eating, moderation in food, Arist.