ὀπωροφορέω
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
bear fruit, AP 6.252 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 365] Obst tragen, Antiphil. 8 (VI, 252).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter des fruits, produire.
Étymologie: ὀπωροφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωροφορέω: приносить плоды Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωροφορέω: καρποφορῶ, φέρω καρπόν, Ἀνθ. Π. 6, 252.
Greek Monotonic
ὀπωροφορέω: καρποφορώ, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀπωροφορέω,
to bear fruit, Anth. [from ὀπωροφόρος