καλοπέδιλα
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τά, (κᾶλον) wooden shoes, prob. a hobble tied to a cow's legs to keep her still while milking, Theoc.25.103.
German (Pape)
[Seite 1313] τά, Holzschuhe, Theocr. 25, 103, nicht schöne Schuhe.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
chaussures de bois, sabots, galoches.
Étymologie: κᾶλον, πέδιλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλοπέδιλα -ων, τά [κᾶλον, πέδιλον] houten klomp.
Greek Monolingual
καλοπέδιλα, τὰ (Α)
ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια της αγελάδας κατά την ώρα του αρμέγματος, για να μένει ακίνητη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + πέδιλα, πληθ. του πέδιλον, τὸ].
Greek Monotonic
κᾱλοπέδῑλα: τά (κᾶλον), ξύλινα πέδιλα, που χρησιμοποιούνταν για να κρατούν την αγελάδα ακίνητη την ώρα του αρμέγματος, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοπέδῑλα: τά, (κᾶλον) ξύλινα πέδιλα, ἦσαν δὲ ταῦτα πιθ. τεμάχια ξύλου ἅπερ ἔδενον εἰς τοὺς πόδας τῆς ἀγελάδος κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀμέλξεως ὅπως μὴ κινῆται, ἀλλ’ ὃ μὲν ἀμφὶ πόδεσσιν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι καλοπέδιλ’ ἀράρισκε παρασταδὸν ἐγγὺς ἀμέλγειν Θεόκρ. 25.103 (ἐν ἐκδ. Ahrens: κωλοπέδας ἀράρισκε περισταδόν, ἐγγὺς ἀπέργων).
Middle Liddell
κᾱλο-πέδῑλα, τά, κᾶλον
wooden shoes, used to keep a cow still while milking, Theocr.