συνασχαλάω

From LSJ
Revision as of 19:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινι" to "τινι")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασχᾰλάω Medium diacritics: συνασχαλάω Low diacritics: συνασχαλάω Capitals: ΣΥΝΑΣΧΑΛΑΩ
Transliteration A: synaschaláō Transliteration B: synaschalaō Transliteration C: synaschalao Beta Code: sunasxala/w

English (LSJ)

sympathize indignantly with, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; A.Pr.162 (lyr.), cf. 245; but in 305, θεωρήσων τύχας ἐμὰς... καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ξυνασχαλῶν must be fut. of συνασχάλλω.

German (Pape)

[Seite 1005] = Folgdm; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, Aesch. Prom. 161, vgl. 243. 303.

French (Bailly abrégé)

compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, ἀσχαλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ασχᾰλάω, Att. ξυνασχαλάω, ook verontwaardigd zijn over, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνασχᾰλάω: сообща негодовать, вместе возмущаться (τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

συνασχᾰλάω: ἀγανακτῶ ὁμοῦ μετά τινος, τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι; Αἰσχύλ. Πρ. 161, πρβλ. 243· ἀλλ’ ἐν στίχ. 303, θεωρήσων τύχας ἐμάς..., καὶ ξυνασχαλῶν κακοῖς, ― τὸ ξυνασχαλῶν θὰ εἶναι μέλλ. τοῦ συνασχάλλω· ἴδε ἐν λέξει ἀσχαλάω.

Greek Monotonic

συνασχᾰλάω: μόνο σε ενεστ., αγανακτώ από κοινού με κάποιον για κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

only in pres.]
to sympathise indignantly with a thing, c. dat., Aesch.