διακαθίζω

From LSJ
Revision as of 10:37, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακαθίζω Medium diacritics: διακαθίζω Low diacritics: διακαθίζω Capitals: ΔΙΑΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: diakathízō Transliteration B: diakathizō Transliteration C: diakathizo Beta Code: diakaqi/zw

English (LSJ)

A cause to sit apart, X.Oec.6.6. II intr., = διακαθιζάνω (sit down apart, alvum solvere, hold aloof), LXX 2 Ki.11.1.

Spanish (DGE)

1 tr. hacer sentar aparte, hacer sentar separadamente διακαθίσας τις τοὺς γεωργοὺς καὶ τοὺς τεχνίτας X.Oec.6.6.
2 intr. asentarse, tomar posiciones un ejército ἐπὶ Ῥαββαθ LXX 2Re.11.1
glos. a διφρεύω Hsch.

German (Pape)

[Seite 580] (s. ἵζω), abgesondert niedersetzen lassen; διακαθίσας Xen. Oec. 6, 6; Sp.

French (Bailly abrégé)

part. ao. διακαθίσας;
faire siéger à part.
Étymologie: διά, καθίζω.

Russian (Dvoretsky)

διακαθίζω: рассаживать, размещать (τινὰς χωρίς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διακαθίζω: κάμνω τινὰ νὰ καθίσῃ ἰδιαιτέρως, Ξεν. Οἰκ. 6. 6. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ προηγ., Ἑβδ. (2 Βασιλ. ια΄, 1)· οὕτω κατὰ μέσ., Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 15, 6.

Greek Monolingual

διακαθίζω (Α)
βάζω να καθίσουν χωριστά, ορίζω τις θέσεις τους.

Greek Monotonic

διακαθίζω: κάνω κάποιον να καθίσει ξεχωριστά, βάζω κατά μέρος, ξεχωρίζω, σε Ξεν.

Middle Liddell


to make to sit apart, set apart, Xen.