ἐνηείη
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
ἡ, kindness, gentleness, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος . . μνησάσθω Il.17.670, cf. Opp.H.5.519.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Wohlwollen, die Milde; Il. 17, 670; Opp. H. 5, 519; VLL. πρᾳότης.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion.
bonne volonté, douceur.
Étymologie: ἐνηής.
Russian (Dvoretsky)
ἐνηείη: ἡ ласковость, кротость Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνηείη: ἡ, (ἐνηὴς) πραότης, προσήνεια, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος... μνησάσθω Ἰλ. Ρ. 670, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5 519.
English (Autenrieth)
(ἐνηής): gentleness, amiability, Il. 17.670†.
Greek Monolingual
ἐνηείη, η (Α) ενηής
πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐνηείη: ἡ (ἐνηής), καλοσύνη, λεπτότητα, πραότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐνηείη, ἡ, ἐνηής
kindness, gentleness, Il.