λογχήρης

From LSJ
Revision as of 11:07, 26 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχήρης Medium diacritics: λογχήρης Low diacritics: λογχήρης Capitals: ΛΟΓΧΗΡΗΣ
Transliteration A: lonchḗrēs Transliteration B: lonchērēs Transliteration C: logchiris Beta Code: logxh/rhs

English (LSJ)

ες, armed with a spear, λογχήρεις ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
armé d'une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.

German (Pape)

ες, mit einer Lanze versehen, Lanzenträger, Eur. I.A. 1067.

Russian (Dvoretsky)

λογχήρης: вооруженный копьем (ἀσπιστής Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.

Greek Monolingual

-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἥξει χθόνα λογχήρεσι σὺν Μυρμιδόνων ἀσπισταῖς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης.

Greek Monotonic

λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λογχ-ήρης, ες [*ἄρω]
armed with a spear, Eur.

Translations

spearman

Arabic: رَمَّاح‎; Bulgarian: копиеносец; French: lancier, piquier; Greek: λογχοφόρος; Ancient Greek: αἰχμαῖος, αἰχμήεις, αἰχμήεσσα, αἰχμητής, αἰχμοφόρος, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστής, δορυφόρος, κονταράτος, λογχήρης, λογχοφόρος; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزه‌دار‎, سرباز نیزه‌دار‎; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare