δεξίωμα

From LSJ
Revision as of 12:36, 25 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξίωμα Medium diacritics: δεξίωμα Low diacritics: δεξίωμα Capitals: ΔΕΞΙΩΜΑ
Transliteration A: dexíōma Transliteration B: dexiōma Transliteration C: deksioma Beta Code: deci/wma

English (LSJ)

ατος, τό, A acceptable thing, ὦ χρυσέ, δ. κάλλιστον βροτοῖς E.Fr.324.1. II pledge of friendship or mark of friendship, S.OC619 (pl.), D.C.58.5 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 plu. señales de amistad, actos de amistad, acuerdos sellados dándose la mano τὰ νῦν σύμφωνα δεξιώματα los amistosos acuerdos de ahora S.OC 619 (pero cf. δεξίαμα)
testimonio o prueba de amistad D.C.58.5.3, δεξιώματα ... φιλίας I.AI 16.56
muestras de hospitalidad ἐκ τῶν βαρβάρων ... δεξιώματα θανατηρά Eust.Op.300.90.
2 lo que se recibe, regalo ὦ χρυσέ, δ. κάλλιστον βροτοῖς E.Fr.324 (pero cf. δεξίαμα).

German (Pape)

[Seite 547] τό, 1) der Vertrag, Freundschaft, Soph. O. C. 625; Begrüßung, Dio Cass. 58, 5. – 2) das gern Aufgenommene, Eur. Beller. frg. 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. δεξίωσις.
Étymologie: δεξιόομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξίωμα -ατος, τό [δεξιόομαι] handdruk (met de rechterhand); overdr.: ξύμφωνα δεξιώματα vriendschappelijke band (bezegeld met handdrukken) Soph. OC 619.

Russian (Dvoretsky)

δεξίωμα: ατος δέχομαι τό предмет радости, наслаждение (δ. κάλλιστον βροτοῖς Eur.).
ατος τό δεξιά досл. обмен рукопожатиями, перен. единодушие, дружба (τὰ ξύμφωνα δεξιώματα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δεξίωμα: τό, τὸ προθύμως δεκτὸν γινόμενον, εὐπρόσδεκτον πρᾶγμα, Τραγ. παρ᾽ Ἀθην. 159Β. ΙΙ. = δεξίωσις, τὸ δεξιοῦσθαι, ἐκτείνειν τὴν δεξιάν, βεβαίωσις φιλίας, Σοφ. Ο. Κ. 619. Δ. Κάσσ. 58, 5.

Greek Monolingual

δεξίωμα (-ατος), το (Α) δεξιούμαι
1. αυτό που πρόθυμα γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο
2. το να απλώνεις το δεξί χέρι σε χαιρετισμό, η βεβαίωση ή ένδειξη φιλίας.

Greek Monotonic

δεξίωμα: -ατος, τό (δεξιόομαι), =δεξίωσις, επιβεβαίωση φιλίας, σε Σοφ.

Middle Liddell

= δεξίωσις δεξιόομαι
a pledge of friendship, Soph.

English (Woodhouse)

pledge ratified by giving the right hand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)