ῥημάτιον

From LSJ
Revision as of 17:58, 29 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥημάτιον Medium diacritics: ῥημάτιον Low diacritics: ρημάτιον Capitals: ΡΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: rhēmátion Transliteration B: rhēmation Transliteration C: rimation Beta Code: r(hma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ῥῆμα, pet phrase, phrasicle, Ar. Ach.444,447, Nu.943:—also ῥηματίσκιον, τό, Pl.Tht.180a, Them. Or.21.253c.

German (Pape)

[Seite 840] τό, dim. von ῥῆμα, Wörtchen, kleines Wort, Ar. Ach. 419 Nub. 932; Luc. Hemot. 79.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit mot, petite phrase.
Étymologie: dim. de ῥῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ῥημάτιον: (ᾰ) τό словечко Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥῆμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 444. 447, Νεφ. 943· -ὡσαύτως ῥημᾰτίσκιον, τό, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥῆμα, -ατος]
(υποκορ. τ. του ρήμα)
1. μικρή λέξη ή φράση
2. ασήμαντη, χωρίς ουσία, φράση
3. κοινή λέξη, συνηθισμένη έκφραση
4. (με υποτιμητική σημ.) φλυαρία, κενολογία.

Greek Monotonic

ῥημάτιον: τό, υποκορ. του ῥῆμα, χαϊδευτική διατύπωση, περίφραση, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥημάτιον, ου, τό, [Dim. of ῥῆμα
a pet phrase, phrasicle, Ar.