αθάνατος

From LSJ
Revision as of 07:37, 2 April 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθάνατος, -ον)
1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος
2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος
νεοελλ.
1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος, ενδοξότατος
2. αυτός για τον οποίο ευχόμαστε να ζει αιώνια
3. που προξενεί, που χαρίζει την αθανασία
4. (για πράγματα) ο μεγάλης αντοχής, ανθεκτικός, στερεός, άφθαρτος
5. απροσμέτρητης αξίας ή ποιότητας, εκλεκτός, εξαίρετος
6. (για πρόσωπα) αλησμόνητος, αξέχαστος, αείμνηστος
7. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οι αθάνατοι
προσηγορία τών σαράντα μελών της Γαλλικής Ακαδημίας και κατ' επέκταση και της Ελληνικής, οι ακαδημαϊκοί
μσν.
(πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀθάνατοι
επίλεκτο σώμα του βυζαντινού στρατού (ίλη από επίλεκτους ιππείς που συγκρότησε ο Ιω. Τσιμισκής)
αρχ.
1. ακατάλυτος, αιώνιος (με λέξεις, όπως κλέος, φήμη, δόξα)
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀθάνατοι
α) οι θεοί
β) επίλεκτο σώμα του περσικού στρατού, στο οποίο κάθε στρατιώτης που πέθαινε αναπληρωνόταν αμέσως από διορισμένο ήδη αντικαταστάτη
3. φρ. «ἀθάνατος ἀνήρ», ο στρατιώτης που πριν ακόμη πεθάνει άφηνε στη θέση του καθορισμένο αντικαταστάτη
«ἀθάνατος θρίξ», η τρίχα από την οποία κρέμεται, εξαρτάται η ζωή (για τα μαλλιά του Νίσου).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θάνατος.
ΠΑΡ. αθανασία
αρχ.
ἀθανατίζω
μσν.
ἀθανατῶ.
ΣΥΝΘ. ἀθανατοποιός.

Translations

immortal

Arabic: خَالِد‎; Armenian: անմահ, անմեռ, անմեռական; Asturian: inmortal; Azerbaijani: ölməz; Belarusian: бессмяротны; Bulgarian: безсмъ́ртен; Catalan: immortal; Chinese Mandarin: 不朽的; Czech: nesmrtelný; Danish: udødelig; Dutch: onsterfelijk, ondoodbaar; Esperanto: senmorta; Estonian: surematu; Finnish: kuolematon; French: immortel; Galician: inmortal; Georgian: უკვდავი; German: unsterblich; Greek: αθάνατος; Ancient Greek: ἄβροτος, ἀειγενέτης, ἀείζων, ἀείζωος, ἀείζως, ἀειθαλής, ἀθάνατος, ἀθανής, αἰειγενέτης, αἰειγενής, αἰωνόβιος, ἀμβρόσιος, ἄμβροτος, ἄπθιτος, ἄφθαρτος, ἄφθιτος, δαρόβιος, δηρόβιος, δολιχαίων, μακραίων; Hindi: अमर; Hungarian: halhatatlan; Icelandic: ódauðlegur; Indonesian: kekal, abadi; Irish: neamhbhásmhar, buan, síoraí, bithbheo; Italian: immortale; Japanese: 不滅の, 死なない, 潰れない; Kazakh: өлімсіз, өлмес; Korean: 불사하다; Kumyk: оьлюмсюз; Kurdish Central Kurdish: نەمر‎; Northern Kurdish: nemir, hersax, herheyî; Kyrgyz: өлбөс, өлүмсүз; Latin: immortalis, aeternus; Macedonian: бесмртен; Manx: neuvarvaanagh, neuvaasoil; Maori: mutungakore; Middle English: undedly; Norwegian: udødelig; Occitan: immortal; Old English: undēadlīċ; Persian: نامیرا‎; Plautdietsch: onstoaflich; Polish: nieśmiertelny; Portuguese: imortal; Romanian: nemuritor, imortal; Russian: бессмертный; Sanskrit: अमृत; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐсмртан; Roman: bèsmrtan; Slovak: nesmrteľný; Slovene: nesmrten; Spanish: inmortal; Swedish: odödlig; Tocharian A: onkrac; Tocharian B: oṅkrotte; Turkish: ölümsüz; Ukrainian: безсмертний; Uzbek: oʻlmas; Vietnamese: bất tử