Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Τρωάς

From LSJ
Revision as of 08:37, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

English (Autenrieth)

see Τρῳός.

English (Strong)

from Tros (a Trojan); the Troad (or plain of Troy), i.e. Troas, a place in Asia Minor: Troas.

Greek Monolingual

η / Τρῳάς, -άδος, ΝΜΑ, και Τρωάδα Ν, και Τρωϊάς, Α
(στην αρχαιότητα) η χώρα τών Τρώων, που εκτεινόταν στη βορειοδυτική χερσόνησο της Μικράς Ασίας, όπου δέσποζε το όρος Ίδη και βρισκόταν η ξακουστή πόλη Τροία
2. γυναίκα που καταγόταν ή κατοικούσε στην Τροία
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Τρωάδες και Τρῳάδες
τίτλος τραγωδίας του Ευριπίδη
νεοελλ.
φρ. α) «της Τρωάδας τα κακά ή τα βάσανα» — πολλές και μεγάλες συμφορές
β) «τά κάναμε Τρωάδα» — τά κάναμε θάλασσα, τά κάναμε κεραμιδαρειό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Τρώϊος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἰλιάς). Ο τ. Τρῳάς με συναίρεση].