ὀρείτης
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὄρος) name of a stone, Orph.L.362,457. 2 a kind of hawk. Ael.NA2.43.
German (Pape)
[Seite 372] ὁ, Bergbewohner; Orph. Lith. 356; Tzetz.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
montagnard.
Étymologie: ὄρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρείτης: ου ὁ горный житель, горец Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρείτης: -ου, ὁ, (ὄρος) ὀρεινός, κάτοικος τῶν ὀρέων, Πολύβ. 3. 33, 9, Ὀρφ. Λιθ. 356· - θηλ. ὀρεῖτις, -ιδος, μνημονεύεται ἐξ ἐπιγραφ., ἀλλ’ ἴδε Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3477.
Greek Monolingual
ὀρείτης, ὁ, (θηλ. ὀρεῖτις, -ίτιδος (Α)
1. ο κάτοικος τών ορέων, ορεσίβιος, βουνήσιος
2. ονομασία ενός λίθου
3. είδος γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- του ὄρος (II) (πρβλ. ορειβάτης) + κατάλ. -της].
Greek Monotonic
ὀρείτης: -ου, ὁ (ὄρος), κάτοικος των βουνών, σε Πολύβ.