πυραυγής

From LSJ
Revision as of 16:48, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠραυγής Medium diacritics: πυραυγής Low diacritics: πυραυγής Capitals: ΠΥΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: pyraugḗs Transliteration B: pyraugēs Transliteration C: pyravgis Beta Code: puraugh/s

English (LSJ)

ές, (αὐγή) fiery bright, h.Mart.6, AP12.41 (Mel.), Luc. Nav.5, Nonn.D.2.536, al.

German (Pape)

[Seite 820] ές, feuerglänzend, H. h. 7, 6 u. Sp.; Luc. Nav. 5; παῖς, Mel. 49 (XII, 41); Maneth. 1, 112.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l'éclat du feu.
Étymologie: πῦρ, αὐγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυραυγής -ές [πῦρ, αὐγή] schitterend als vuur.

Russian (Dvoretsky)

πῠραυγής: сверкающий огнем HH, Luc., Anth.

Greek Monolingual

και πυριαυγής, -ές, Α
λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ / πυρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκαυγής, φωταυγής].

Greek Monotonic

πῠραυγής: -ές (αὐγή), λαμπρός όπως η φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠραυγής: -ές, (αὐγὴ) λαμπρὸς ὡς τὸ πῦρ, Ὕμν. 7. 6, Ἀνθ. Π. 12. 41, Νόνν., κλπ.

Middle Liddell

πῠρ-αυγής, ές αὐγή
fiery bright, Hhymn., Anth.