χαρμόφρων

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρμόφρων Medium diacritics: χαρμόφρων Low diacritics: χαρμόφρων Capitals: ΧΑΡΜΟΦΡΩΝ
Transliteration A: charmóphrōn Transliteration B: charmophrōn Transliteration C: charmofron Beta Code: xarmo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) heart-delighting, or of joyous heart, epithet of Hermes, h.Merc.127.

German (Pape)

[Seite 1339] ονος, herzerfreuend oder freudiges Herzens, Beiwort des Hermes, H. h. Merc. 127.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui réjouit le cœur ; au cœur joyeux.
Étymologie: χαίρω, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

χαρμόφρων: 2, gen. ονος радостный, ликующий (эпитет Гермеса) HH.

Greek (Liddell-Scott)

χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ παρέχων χαρὰν εἰς τὰς φρένας ἢ ἔχων φρένας πλήρεις χαρᾶς, φαιδρός, ἐπίθετ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 127.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ, Α
1. χαρούμενος, εύθυμος
2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων
μεγάλως ὠφελῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμόφρων, τυραννόφρων].

Greek Monotonic

χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει χαρούμενη καρδιά ή καρδιά περιχαρή, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

χαρμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
heart-delighting, or of joyous heart, Hhymn.