παρακοίτης
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
ου, ὁ, one who lies beside, bedfellow, husband, Il.6.430,8.156, Hes.Th.928.
German (Pape)
[Seite 484] der Daneben- oder Dabeischlafende, der Ehegatte; Il. 6, 430. 8, 156; Hes. Th. 928.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: παρά, κοίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακοίτης -ου, ὁ [παρά, κοίτη] echtgenoot.
Russian (Dvoretsky)
παρακοίτης: ου ὁ супруг Hom., Hes.
English (Autenrieth)
bed-fellow, spouse, husband, Il. 6.430 and Il. 8.156.
Greek Monolingual
ὁ, επικ. τ. θηλ. παράκοιτις, -οίτιδος, Α
αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. χαμαικοίτης].
Greek Monotonic
παρακοίτης: -ου, ὁ (κοιτή), αυτός που κοιμάται δίπλα σε άλλον, σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, σύντροφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακοίτης: -ου, ὁ, ὁ πλησίον κοιμώμενος, συγκοιμώμενος, σύζυγος, ὁ, Ἰλ. Ζ. 430., Θ. 156, Ἡσ. Θ΄ 928.
Middle Liddell
παρακοίτης, ου, ὁ, [κοιτή]
one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse, Il., Hes.