φυκογείτων

From LSJ
Revision as of 08:03, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκογείτων Medium diacritics: φυκογείτων Low diacritics: φυκογείτων Capitals: ΦΥΚΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: phykogeítōn Transliteration B: phykogeitōn Transliteration C: fykogeiton Beta Code: fukogei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, near the seaweed, dwelling by the sea, epithet of Priapus, AP6.193 (Flacc.).

German (Pape)

[Seite 1313] ονος, dem Meertang nahe, am Meere wohnend, lebend; Statil. FIacc. 4 (VI, 193) nennt den Priapus so.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin des algues, qui habite près des algues, près de la mer.
Étymologie: φῦκος, γείτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμογείτων)].

Greek Monotonic

φῡκογείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φῡκογείτων: ονος ὁ житель берегов, богатых водорослями Anth.

Middle Liddell

φῡκο-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
near the sea-weed, dwelling by the sea, Anth.