ἐπιτάραξις

From LSJ
Revision as of 08:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάραξις Medium diacritics: ἐπιτάραξις Low diacritics: επιτάραξις Capitals: ΕΠΙΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: epitáraxis Transliteration B: epitaraxis Transliteration C: epitaraksis Beta Code: e)pita/racis

English (LSJ)

[τᾰ], εως, ἡ, bewilderment, confusion, Pl.R.518a (pl.).

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, die Trübung, Verwirrung, Plat. Rep. VII, 518 a.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
trouble, confusion.
Étymologie: ἐπιταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάραξις: εως (ᾰρ) ἡ смятение, замешательство Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, διατάραξις, σύγχυσις, Πλάτ. Πολ. 518Α.

Greek Monolingual

ἐπιτάραξις, ἡ (Α) επιταράσσω
διατάραξη, ταραχή, σύγχυση («διτταὶ γίγνονται ἐπιταράξεις ὄμμασιν, ἔκ τε φωτὸς εἰς σκότος... καί ἐκ σκότους εἰς φῶς», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπιτάραξις: -εως, ἡ, ενόχληση, διατάραξη, σύγχυση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπιτάραξις, εως
disturbance, confusion, Plat. [from ἐπιτᾰράσσω]