σοφόνους
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
-ουν, contr. for σοφόνοος.
French (Bailly abrégé)
v. σοφόνοος.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. σοφόνοος, -οον, Α
νουνεχής, συνετός, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -νους (< νοῦς), πρβλ. κρυφόνους].
Middle Liddell
σοφό-νους, ουν,
wise-minded, Luc.
German (Pape)
zusammengezogen aus σοφόνοος.