ἀκακία
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
(A), ἡ,
A shittah tree, Acacia arabica, Dsc.1.101, Aret. CD2.6.
II = Genista acanthoclada. Dsc. l.c.
ἀκᾰκία (B), ἡ, (ἄκακος)
A guilelessness, D.59.81, Arist. Rh.1389b9, LXX Jb.2.3, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
candidez, falta de malicia, inocencia, ἀπειρία καὶ ἀ. D.59.81, τῇ γὰρ αὐτῶν ἀκακίᾳ τοὺς πέλας μετροῦσιν Arist.Rh.1389b9, οἶδεν δὲ ὁ κύριος τὴν ἀ. μου LXX Ib.31.6, ἔτι δὲ ἔχεται ἀκακίας LXX Ib.2.3, de Adán y Eva, Ph.1.38, οἱ μὲν ἐν ἀκακίᾳ Euagr.Pont.Schol.Pr.26.1
•de un analfabeto, Basil.M.29.241B
•de las ovejas, Gr.Naz.M.36.640C.
-ας, ἡ
1 bot. acacia o árbol de la goma, Acacia nilotica (L.) Delile, Dsc.1.101, Aret.CD 2.6.2, Ael.Prom.48.26, SB 11708.3, 12086.7 (ambos II/III d.C.).
2 genista, Genista acanthoclada DC., Dsc.1.101.
• Etimología: Préstamo de origen desconocido.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, Akazie, Diosc.
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
innocence, simplicité.
Étymologie: ἄκακος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰκία: ἡ кротость, незлобивость, тж. невинность Dem. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκακία: (Α) ἡ, (ἀκὴ) δένδρον Αἰγυπτιακόν, ἡ ἀκακία, Διοσκ. 1. 133.
Greek Monolingual
η άκακος
έλλειψη κακίας, ανεξικακία, αθωότητα.Βοτ.
δέντρο υψηλό με φύλλα σύνθετα και παράφυλλα μεταμορφωμένα σε ισχυρά αγκάθια. Τα άνθη της ακακίας είναι λευκά, μεγάλα και εύοσμα.
Greek Monotonic
ἀκᾰκία: ἡ, αγαθότητα, έλλειψη κακίας, αθωότητα, σε Δημ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a tree or plant, acacia or Geista acanthoclada (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Substr. word, cf. ἀκακαλίς. Fur. 321 compares κάκτος. There is no reason for oriental origin, as per DELG, except Kramer ZPE 97 (1993) 146, who compares Coptic κακε, κεκε, κεκει dark, the colour of the wood of the acacia; the α- from ἄκανθος (but why?).
Middle Liddell
[from ἄκακος
guilelessness, Dem., etc.
Frisk Etymology German
ἀκακία: {akakía}
Grammar: f.
Meaning: Baum- und Pflanzenname Akazie, Ginster (Dsk., Aret.).
Etymology: Fremdwort, vgl. zu ἀκακαλίς.
Page 1,50
Léxico de magia
ἡ bot. acacia καταγράφεται ... τὸ δὲ τοῦ ἱερατικοῦ αἵματι ἐγχέλεως, ᾧ συμμίσγεται ἀ. la hoja de papiro hierático se pinta con sangre de anguila, a la que se mezcla acacia P IV 2106