πυκτίς

From LSJ
Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκτίς Medium diacritics: πυκτίς Low diacritics: πυκτίς Capitals: ΠΥΚΤΙΣ
Transliteration A: pyktís Transliteration B: pyktis Transliteration C: pyktis Beta Code: pukti/s

English (LSJ)

(A), -ίδος, ἡ, as if πτυκτίς,
A picture, AP9.346 (Leon. Alex.).
II parchment codex, Gal.12.423.

(B), -ίδος, prob. ἡ, an unknown animal, perhaps the
A badger, v.l. in Ar.Ach.879 (sed leg. πικτίδας).

German (Pape)

[Seite 817] wahrscheinlich ἡ, ein sonst unbekanntes Thier bei Ar. Ach. 844, vielleicht der Biber; v.l. ist πικτίς, welche Dind. vorzieht. ἡ, = πυκτίον, Schreibtafel, γραπτή, Archi. 26 (IX, 346).

French (Bailly abrégé)

1ίδος (ἡ) :
γραπτὴ πυκτίς tableau.
Étymologie: πτυκτός, avec dissim.
2ίδος (ἡ) :
dout. p. πικτίς.

Russian (Dvoretsky)

πυκτίς: ίδος ἡ πτύσσω писчая дощечка Anth.
ίδος ἡ предполож. бобр Arph.

Greek (Liddell-Scott)

πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πινακὶς πρὸς γραφήν, Ἀνθ. Π. 9. 346, Γαλην., κτλ.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
βιβλίο
αρχ.
1. πίνακας ζωγραφικής
2. περγαμηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα ίς, -ίδος].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
(εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου.

Greek Monotonic

πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πλάκα για γραφή, σε Ανθ.
πυκτίς: -ίδος, πιθ. ἡ, άγνωστο ζώο, ίσως ο κάστορας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πυκτίς, ίδος, ἡ, = πτυκτίον
a writing tablet, Anth.
πυκτίς, ίδος,
prob. an unknown animal, perhaps the beaver, Ar.