οἴησις

From LSJ
Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴησις Medium diacritics: οἴησις Low diacritics: οίησις Capitals: ΟΙΗΣΙΣ
Transliteration A: oíēsis Transliteration B: oiēsis Transliteration C: oiisis Beta Code: oi)/hsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (οἴομαι)
A = δόξα, opinion, notion, Pl.Phd.92a, Phdr. 244c, Arist.Po.1461b3; esp. false or vague notion, opp. σαφῶς εἰδέναι, Id.Rh.Al.1431a40, cf. Zeno Stoic.1.20, etc.
II = οἴημα, self-conceit, Heraclit.46, E.Fr.643, Bion ap.D.L.4.50, Ph.1.53, al., Chor. in Rh.Mus.49.512; οἴησις καὶ ὑπερηφανία Phld.Vit.p.29J.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 pensée, opinion;
2 haute opinion de soi-même, présomption.
Étymologie: οἴομαι.

German (Pape)

ἡ, das Meinen, die Meinung; ἀνθρωπίνῃ οἰήσει, Plat. Phaedr. 244c; ἐάνπερ μείνῃ ἥδεοἴησις, Phaed. 92a; auch wie οἴημα, im tadelnden Sinne, Einbildung, Eigendünkel, Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

οἴησις: εως ἡ
1 мнение (ἀνθρωπίνη οἴ. Plat.);
2 Eur., Heracl. ap. Diog. L., Plut. = οἴημα.

Greek (Liddell-Scott)

οἴησις: -εως, ἡ, (οἴομαι) = δόξα, γνώμη, «ἰδέα», Πλάτ. Φαίδων 92Α, Φαῖδρ. 244C ἰδίως ἐσφαλμένη γνώμη, πιθ. γραφὴ ἐν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8· ἀντίθετ. πρὸς τὸ σαφῶς εἰδέναι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 15, 4. ΙΙ. οἴημα, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, ἔπαρσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 644, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 7, Βίων αὐτόθι 4. 50· ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 39D.

Greek Monotonic

οἴησις: -εως, ἡ (οἴομαι), γνώμη, «ιδέα», σε Πλάτ.· έπαρση, αλαζονεία, σε Βίωνα.

Middle Liddell

οἴησις, εως, οἴομαι
opinion, an opinion, Plat.: self-conceit, Bion.