ἐλεήμων
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἐλεήμον, gen. ονος, pitiful, merciful, compassionate Od.5.191, D.21.101, LXXPs.111(112).4, Ev.Matt.5.7; of God, LXXEx.34.6, al.: c.gen., Ar.Pax 425:—Comp.and Sup., ἐλεημονέστερος, ἐλεημονέστατος, Arist.HA608b8, Lys.24.7. Adv. ἐλεημόνως = compassionately, condemned by Poll.8.11.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐλήμων Isidorus 3.34
I 1compasivo, clemente de pers. o ref. pers. θυμός Od.5.191, ψυχαί Phld.Mus.4.33.2, ὀφθαλμοί Clem.Ep.8.5, ἐ. ὁ σοφός Arist.Phgn.808b1, γυνὴ ἀνδρὸς ἐλεημονέστερον Arist.HA 608b8, ἐλεήμονες βασιλεῖς I.AI 8.385, μέτριος πρὸς ἅπαντάς εἰμ', ἐ., εὖ ποιῶν πολλούς D.21.101, cf. Lys.24.7, como cualidad deseable en los cristianos, 2Ep.Clem.4.3, Didache 3.8, de divinidades οἴμ' ὡς ἐ. εἴμ' ἀεὶ τῶν χρυσίδων ¡ay! qué compasivo me vuelvo siempre ante las copas de oro (habla Hermes), Ar.Pax 425, de Amenofis SB 8266.19 (III a.C.), de Isis, Isidorus l.c., epít. de Afrodita en Chipre y Cartago, Hsch.
•en contexto jud.-crist. misericordioso ὁ θεός Aristeas 208, del Padre A.Thom.A 97, del Hijo, Clem.Al.Strom.6.15.118.
2 digno de compasión, desgraciado κλαύσατ' ἐλαίμονα (sic) πάντες Θεοδώρας νεότηταν MAMA 10.77.8 (Apia IV d.C.), cf. NSRC 110 (Rodas).
II adv. ἐλεημόνως = compasivamente Poll.8.11, Eust.796.31.
German (Pape)
[Seite 794] ον, mitleidig; θυμός Od. 5, 191; τινός, womit, Ar. Pax 425 u. sonst; compar., Arist. H. A. 9, 1; superl., Lys. 24, 7. – Adv. ἐλεημόνως, Poll. 8, 11.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
compatissant, miséricordieux.
Étymologie: ἐλεέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεήμων: 2, gen. ονος
1 милосердный, жалостливый, сострадательный Hom., Lys., Arst. etc.;
2 ирон. питающий сердечную склонность (ἐ. ἀεὶ τῶν χρυσίδων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεήμων: -ον, γεν. ονος, ὁ αἰσθανόμενος ἔλεος, εὔσπλαγχνος, οἰκτίρμων, οὐδέ μου αὐτῇ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σιδήρεος, ἀλλ’ ἐλεήμων Ὀδ. Ε. 191, Δημ. 547, 15· μετὰ γεν., Ἀριστοφ. Εἰρ. 425. - Συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐλεημονέστερος, -τατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7, Λυσ. 168. 40.
English (Autenrieth)
compassionate, Od. 5.191†.
English (Strong)
from ἐλεέω; compassionate (actively): merciful.
English (Thayer)
ἐλεημον, merciful: Homer, Odyssey 5,191on; the Sept..)
Greek Monolingual
-ον και ελεήμονας, ο (AM ἐλεήμων, -ον)
1. αυτός που αισθάνεται έλεος, οίκτο για όσους πάσχουν ή βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση
2. εκείνος που παρέχει ελεημοσύνη σε φτωχούς ή πάσχοντες.
Greek Monotonic
ἐλεήμων: -ον, γεν. -ονος (ἐλεέω), σπλαχνικός, πονόψυχος, συμπονετικός, σε Ομήρ. Οδ., Δημ.
Middle Liddell
ἐλεήμων, ονος, ἐλεέω
pitiful, merciful, compassionate, Od., Dem.
Chinese
原文音譯:™le»mwn 誒累誒蒙
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(滿)憐憫(的)
字義溯源:憐恤的,憐恤人的,憐憫的,同情的,慈悲的;源自(ἐλεέω / ἐλεάω)=有憐恤);而 (ἐλεέω / ἐλεάω)出自(ἔλεος)*=憐恤)。
同義字:1) (ἐλεήμων)憐恤的 2) (ἵλεως)慈祥的 3) (οἰκτίρμων)慈悲的
出現次數:總共(2);太(1);來(1)
譯字彙編:
1) 慈悲(1) 來2:17;
2) 憐恤人的人(1) 太5:7
English (Woodhouse)
compassionate, pitiful, full of pity
Léxico de magia
-ον misericordioso, compasivo de Cristo κλῦθί μοι, ὁ Χριστός, ... ἐλεήμων ἐν ὥραις βιαίοις, πολὺ δυνάμενος ἐν κόσμῳ escúchame, Cristo, misericordioso en los momentos de violencia, tú que eres muy poderoso en el cosmos P XIII 290