ἐπιτιμήτωρ

From LSJ
Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμήτωρ Medium diacritics: ἐπιτιμήτωρ Low diacritics: επιτιμήτωρ Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΩΡ
Transliteration A: epitimḗtōr Transliteration B: epitimētōr Transliteration C: epitimitor Beta Code: e)pitimh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, avenger, Ζεὺς δ' ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, i.e. Zeus ξένιος, Od.9.270.

German (Pape)

[Seite 994] ορος, ὁ, Schützer u. Rächer, Ζεὺς ἐπ. ἱκετάων τε ξείνων τε Od. 9, 270, = ξένιος, der bei ihnen als Rächer ist, wenn man gegen sie frevelt, vgl. ἐπιμάρτυρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
vengeur ; protecteur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμήτωρ: ορος ὁ мститель (за кого-л.), защитник: Ζεὺς ἱκετάων τε ξείνων τε ἐ. Hom. Зевс, заступник молящих и чужеземцев.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμήτωρ: -ορος, ὁ, ἐν Ὀδ. Ι. 270, Ζεὺς δ’ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, «τιμωρός, ἐκδικητής» (Εὐστ.), δηλ. Ζεὺς ξένιος. Τὸ ῥῆμα ἐπιτιμάω δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρῳ.

Greek Monolingual

ἐπιτιμήτωρ, ὁ (Α)
επιτιμώ προστάτης και εκδικητήςΖεὺς δ’ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπιτῑμήτωρ: -ορος, ὁ, εκδικητής, τιμωρός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπιτῑμήτωρ, ορος,
an avenger, Od.