ἁλωνίζω
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
English (LSJ)
Spanish (DGE)
trillar, Eu.Thom.A 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.
German (Pape)
[Seite 113] VLL., auf der Tenne sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωνίζω: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ αὐλωνίζω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(Μ ἁλωνίζω)
αποχωρίζω με τριβή στο αλώνι τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους
νεοελλ.
1. διασκορπίζω εδώ κι εκεί, διώχνω βίαια
2. χτυπώ, δέρνω
3. σπαταλώ, ξοδεύω αλόγιστα
4. κάνω άνω-κάτω, ενοχλώ
5. τρέχω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι
6. συμπεριφέρομαι με ανευθυνότητα, κάνω αυθαιρεσίες
μσν.
αλωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. αλω-ν-επαυξημένη μορφή της ρίζας αλω- που απαντά και στο ουσ. άλως, ο.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνισιά, αλώνισμα, αλωνισμός, αλωνιστής, αλωνιστικός, αλωνίστρα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλωνοθερίζω].