προσκήνιον

From LSJ
Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκήνιον Medium diacritics: προσκήνιον Low diacritics: προσκήνιον Capitals: ΠΡΟΣΚΗΝΙΟΝ
Transliteration A: proskḗnion Transliteration B: proskēnion Transliteration C: proskinion Beta Code: proskh/nion

English (LSJ)

τό,
A entrance of a tent, LXX Ju.10.22.
2 porch of a house, PRyl.233.4 (pl., ii A.D.).
II raised platform in front of stage-buildings, stage, IG11(2).153.14,158 A67 (Delos, iii B.C.), 7.423 (p.745, Oropus, ii/i B.C.), Plb.30.22.4, TAM2.408.9 (Patara, ii A.D.), OGI510.5 (Ephesus, ii A.D.), Poll.4.123; ἡ τύχη παρελκομένη τὴν πρόφασιν καθάπερ ἐπὶ προσκήνιον Plb.Fr.212; Lat. proscaenium, Vitr.5.7.1.
2 painted scenery at the back of the stage, Duris 14J.; τὸ προσκάνιον ἱστάτω Ἡρακλείοις SIG481 B 4 (Delph., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 769] τό, 1) eigtl. Vorderzelt, Eingang ins Zelt, LXX. – 2) gew. Vorderbühne, proscenium, der vordere Theil der Bühne, wo die Schauspieler auftreten, sonst λογεῖον; Suid. erkl. aus Pol. τὸ πρὸ τῆς σκηνῆς προπέτασμα, Coulisse (?); vgl. Ath. XII, 536 a, ἐγράφετο ἐπὶ τοῦ προσκηνίου ἐπὶ τῆς οἰκουμένης ὀχούμενος; die Bühne ist es Pol. 30, 13, 4, στήσας αὐλητὰς ἐπὶ τὸ προσκήνιον; Plut. Lycurg. 6, προσκήνια θεάτρων, mit künstlicher Arbeit verziert.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
avant-scène, devant d'un théâtre.
Étymologie: πρό, σκηνή.

Greek (Liddell-Scott)

προσκήνιον: τό, τὸ πρόσθετον μέροςεἴσοδος σκηνῆς, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22). ΙΙ. λατ. proscenium, = λογεῖον, Πολύβ. 30. 13, 4, Πολυδ. Δ΄, 123, Συλλ. Ἐπιγρ. 4283. 9. 2) παραπέτασμα σκηνῆς, αὐλαία, Δοῦρις παρ’ Ἀθην. 536Α, Συνέσ. 128C, Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

προσκήνιον: τό просцений, авансцена Polyb., Plut.

Greek Monolingual

το / προσκήνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. προσκάνιον Α
(στο αρχ. θέατρο) το πρόσθιο μέρος του θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῖον
νεοελλ.
1. το πρόσθιο τμήμα της σκηνής θεάτρου ή το μέρος που βρίσκεται ανάμεσα στην αυλαία και την ορχήστρα
3. μτφ. επικαιρότητα
4. φρ. «βρίσκεται στο προσκήνιο»
(για πρόσ. και πράγμ.) βρίσκεται στην επικαιρότητα, είναι στην ημερήσια διάταξη
αρχ.
1. παραπέτασμα μπροστά από τη σκηνή το οποίο έφερε διάφορες παραστάσεις, η σημερινή αυλαία
2. η είσοδος σκηνής ως ενδιαιτήματος («καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ προσκήνιον», ΠΔ)
3. στον πληθ. τὰ προσκήνια
προπύλαια οικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σκηνή + κατάλ. -ιον (πρβλ. παρασκήνιον)].