αὐτοψία

From LSJ
Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοψία Medium diacritics: αὐτοψία Low diacritics: αυτοψία Capitals: ΑΥΤΟΨΙΑ
Transliteration A: autopsía Transliteration B: autopsia Transliteration C: aftopsia Beta Code: au)toyi/a

English (LSJ)

ἡ,
A seeing with one's own eyes, Dsc. Praef.5, PTeb.286.20 (ii A. D.), Luc.Syr.D.1; in Medic., as t.t. of the Empiric school, Gal.1.67; ἐπὶ τῆς αὐ. SIG827 D 4 (Delph., ii A. D.), cf. POxy.1272.19 (ii A. D.); ἐπὶ τὴν αὐ. ἐλθεῖν IG9(1).61.17.
II supernatural manifestation, vision, Procl.in Alc.p.92 C. (pl.), Iamb.Myst.2.4 (pl.), 7.3 (pl.); [δαίμων] κληθεὶς εἰς αὐ. Porph. Plot.10, cf. Dam.Isid.13 (pl.); opp. ὄνειρος, Ps.-Callisth.1.6; magical operation for the production of such a manifestation (αὐθ.), PMag.Par.1.950, P Mag.Leid.W.16.38.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. αὐθ- PMag.4.950
I 1estudio, examen u observación personal τὰ μὲν λοιπὰ δι' αὐτοψίαν γνόντες Dsc.praef.5, τὰ μὲν αὐτοψίῃ ἔμαθον Luc.Syr.D.1, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας por observación directa, FD 4.293.4 (II d.C.), ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν ἐλθών habiendo ido a verlo por sí mismo, IG 9(1).61.17 (Daulis II d.C.), παραγενέσθαι ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν personarse para efectuar una inspección personal, POxy.1272.19 (II d.C.), cf. PTeb.286.20 (II d.C.), PLeit.16.26, PCair.Isidor.66.6 (III d.C.).
2 medic. inspección ocular τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο τῷ μὲν τηρήσαντι, αὐτοψία, τῷ δὲ μαθόντι τὸ τετηρημένον, ἱστορία ἐστιν Gal.1.67.
II 1visión sobrenatural Procl.in Alc.92, Iambl.Myst.2.4, 7.3, (δαίμων) κληθεὶς εἰς αὐτοψίαν Porph.Plot.10, cf. Dam.Isid.13
op. ὄνειρος Ps.Callisth.7.4.
2 acción mágica para provocar una visión sobrenatural, PMag.l.c., 13.734.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de voir de ses propres yeux.
Étymologie: αὔτοπτος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοψία: ἡ непосредственное узрение: αὐτοψίῃ μαθεῖν τι Luc. увидеть что-л. собственными глазами.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοψία: ἡ, τὸ ἰδίοις ὄμμασι βλέπειν τι, Διοσκ. προοίμ., Λουκ. π. Συρ. Θ. 1· ἐκ τῆς αὐτοψίας Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1711Α. 4· ἐπὶ τὴν αὐτ. ἐλθεῖν αὐτόθι 1732a.

Greek Monolingual

η (AM αὐτοψία) αυτόπτης
το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια
νεοελλ.
1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση
2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή
μσν.
θεολ. ο εκστατικός οραματισμός του Θεού.

Greek Monotonic

αὐτοψία: ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), το να βλέπει κάποιος κάτι με τα ίδια του μάτια, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὄψομαι, fut. of ὁράω
a seeing with one's own eyes, Luc.

Léxico de magia

ἡ tb. graf. αὐθοψία práctica mágica para obtener una visión directa esp. sobrenatural ἐπήκοός μοι γενοῦ, δι' ἧς πράσσω σημέρον αὐθοψίας séme obediente por medio de la práctica de visión directa que ejecuto en este día P IV 950 προσλήμψῃ δὲ, ὦ τέκνον, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας τοῦς τε ἡμερησίους καὶ ὡρογενεῖς θεοὺς καὶ τοὺς ἑβδοματικούς deberás tomar, hijo, para la práctica de visión directa, a los dioses de los días, de las horas y de las semanas P XIII 734