συναγωγός

From LSJ
Revision as of 10:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγωγός Medium diacritics: συναγωγός Low diacritics: συναγωγός Capitals: ΣΥΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: synagōgós Transliteration B: synagōgos Transliteration C: synagogos Beta Code: sunagwgo/s

English (LSJ)

συναγωγόν,
A bringing together, uniting, Democr.164; ἀμφοῖν Pl.Ti.31c; δεσμοὶ φιλίας σ. Id.Prt.322c; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; comprehensive, of the general, DavidProll.165.11: abs., S.E.M.9.10, etc.
2 collecting, ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα Ph.2.255.
3 Subst., = συναγωγεύς 1, convener of a σύνοδος, Sammelb.12 (i A.D.), al.
II living together, Hsch. s.v. συνέστιοι.

German (Pape)

[Seite 996] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rassemble, qui réunit, gén..
Étymologie: συνάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνᾰγωγός -όν [συνάγω] samenbrengend, verenigend.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγωγός: 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί Plat.): σ. αἰτία Sext. связующее начало.

Greek Monolingual

-όν, Α
συνάγω
1. αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] μέλισσα», Φίλ.)
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («λόγος φιλίας συναγωγός», Δίων Χρυσ.)
3. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
4. το αρσ. ως ουσ.συναγωγός
αυτός που συγκαλεί συνέλευση.

Greek Monotonic

συνᾰγωγός: -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, ενωτικός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγωγός: -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν ὁμοῦ, συναγελαστικός, Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι».

Middle Liddell

συν-ᾰγωγός, όν
bringing together, uniting, Plat.