ἱμερτός

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερτός Medium diacritics: ἱμερτός Low diacritics: ιμερτός Capitals: ΙΜΕΡΤΟΣ
Transliteration A: himertós Transliteration B: himertos Transliteration C: imertos Beta Code: i(merto/s

English (LSJ)

[ῑ], ή, όν, (ἱμείρω) longed for, desired, lovely, Τιταρήσιος Il. 2.751; ὕδατα A.R.2.939; Σαλαμίς Sol.1.1; κίθαρις h.Merc.510; στέφανοι Hes.Th.577; κόμα Sapph.119; λέχος Pi.P.3.99; ἀοιδαί, δόξα, Id.O.6.7,P.9.75; ἱ. ἡλικίη dear life, Simon.115; of persons, AP5.297 (Jul.); epithet of Apollo and Dionysus, ib.9.524.10,525.10.—Poet. and later Prose, as Epicur.Fr.165, Luc.DDeor.20.15: ἱμερτόν, τό, Plu.2.926f; ἐφ' ἱμερτοῖσιν prob. from a poet, ib.394b.

German (Pape)

[Seite 1253] adj. verb. zu ἱμείρω, ersehnt, erwünscht, wonach man sich sehnt, also lieblich, anmuthig; der Fluß Titaresius Il. 2, 751; στέφανοι Hes. Th. 577; λέχος Pind. P. 3, 99; δόξαι 11, 78; ἀοιδαί Ol. 6, 7; sp. D., ὕδατα Ap. Rh. 2, 939. Auch Bacchus u. Apollo heißen so, Anth. IX, 524 u. 525, 10. Selten in Prosa, τὸ ἱμερτόν Plut. fac. orb. lun. 12; Epic. D. L. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
désirable, souhaitable, aimable, charmant.
Étymologie: adj. verb. de ἱμείρω.

English (Slater)

ῑμερτός delightful ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς (O. 6.7) Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ (P. 3.99) δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75)

Greek Monolingual

ἱμερτός, -ή, -όν (Α) [[[ιμείρω]])
1. αγαπητός, ποθητός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμερτόν
η ερωτική επιθυμία
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ιμερτός
επίθ. του Απόλλωνος και του Διονύσου
4. φρ. «ἱμερτὴ ἡλικίη» — αγαπητή ζωή.

Greek Monotonic

ἱμερτός: [ῑ], -ή, -όν (ἱμείρω), επιθυμητός, ποθητός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱμερτός: [adj. verb. к ἱμείρω желанный, прелестный, очаровательный (Τιταρήσιος Hom.; κίθαρις HH; στέφανοι Hes.; ἀοιδαί Pind.; Σαλαμίς Solon ap. Plut.; εἴσοδός τινος Epicur. ap. Diog. L.).

Middle Liddell

ἱ¯μερτός, ή, όν ἱμείρω
longed for, lovely, Il., Hes.