στρωματεύς

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμᾰτεύς Medium diacritics: στρωματεύς Low diacritics: στρωματεύς Capitals: ΣΤΡΩΜΑΤΕΥΣ
Transliteration A: strōmateús Transliteration B: strōmateus Transliteration C: stromateys Beta Code: strwmateu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ,
A coverlet, bedspread, Antiph.38, Alex.115, Thphr. HP 4.2.7; also, = στρωματόδεσμον, Poll.7.79, condemned in this sense by Phryn.379.
2 in plural στρωματεῖς, patchwork, as title of literary Miscellanies, Gell.Praef.7; the στρωματεῖς of Plu. is cited by Eus.PE1.7.
II a flat fish marked with divers colours, Philo ap.Ath.7.322a.

German (Pape)

[Seite 957] έως, ὁ, 1) wie στρῶμα, Bett- oder Tischdecke, Teppich. – 2) ein breiter, bunter Fisch, Ath. VII, 322. – 3) bei Sp. = στρωματόδεσμος, Poll. 7, 79; vgl. Lob. Phryn. 401, von den Atticisten verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμᾰτεύς: έως, ὁ, σκέπασμα τῆς κλίνης, πρῶτον παρὰ τοῖς ποηταῖς τῆς νέας κωμῳδίας, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀποκαρτ.» 1, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 4, κτλ., πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 7· - ὡσαύτως = στρωματόδεσμος, πολυδ. Ζ΄, 79, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 401. 2) ἐν τῷ πληθ. στρωματεῖς, ἔργον ἐκ πολλῶν συνηρμολογημένον (ὡς τὰ σκεπάσματα ταῦτα συχνάκις ἐρράπτοντο ἐκ πολλῶν τεμαχίων ποικίλων ὑφασμάτων)· ἐκαλοῦντο δὲ οὕτω συγγράμματα ποικίλα τὴν ὕλην καὶ τὰς πηγάς, Gell. Epil. § 7· οἱ στωματεῖς τοῦ Πλουτ. μνημονεύονται παρὰ τῷ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 22Α· τὰ μάλιστα γνωστοὶ εἶναι οἱ στρωματεῖς τοῦ Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. πλατὺς ἰχθὺς ἔχων ποικίλα χρώματα, Φίλων παρ’ Ἀθην. 322Α, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) ζωολ. γένος περκόμορφων τελεόστεων ιχθύων τών θερμών και εύκρατων θαλασσών, τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας στρωματεΐδες
μσν.-αρχ.
στον πληθ. oἱ στρωματεῖς
ονομασία έργων, όπως λ.χ. του Πλουτάρχου ή του Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, που απαρτίζονταν από στοιχεία ποικίλα ως προς την ύλη που περιείχαν αλλά και τις πηγές, κατ' αναλογία προς τα σκεπάσματα, τα οποία, συχνά, ράβονταν από τεμάχια διαφόρων υφασμάτων
αρχ.
1. στρώμα ή κάλυμμα κλίνης
2. στρωματόδεσμος
3. είδος ψαριού με πλατύ σχήμα και ποικιλία χρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, -ώματος + κατάλ. -εύς (πρβλ. θαλασσεύς)].