κύρτωμα

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτωμα Medium diacritics: κύρτωμα Low diacritics: κύρτωμα Capitals: ΚΥΡΤΩΜΑ
Transliteration A: kýrtōma Transliteration B: kyrtōma Transliteration C: kyrtoma Beta Code: ku/rtwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A bulge, κ. τοῦ ὀστέου its natural convexity, Hp. Fract.8; μεταφρένου Luc.Ind.7; τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. D.S.2.54: in plural, of the earth's convexity, Cleom.1.2, 2.6.
2 rotundity, ἀσκοῦ Hp. Art.47; swelling, Id.Prog.11 (pl.); of sham pregnancy, Id.Prorrh.2.26; outside of bowl of a cup, Ath.11.488d; convex front of half-moon formation, Plb.3.113.8, Onos.21.6.

German (Pape)

[Seite 1538] τό, das Gekrümmte, Gewölbte, die Krümmung, Wölbung, der Bogen; Hippocr. u. Folgde; μηνοειδές, von einer Schlachtordnung in halbmondförmigem Bogen, Pol. 3, 113, 8. 115, 7 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 courbure ; convexité;
2 bosse.
Étymologie: κυρτόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύρτωμα -ατος, τό [κυρτόω] kromming, zwelling, bolling. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κύρτωμα: ατος τό
1 кривизна, горбатость (μεταφρένου Luc.; κατα τὴν ῥάχιν Diod.);
2 воен. полукруг, дугообразный строй (μηνοειδές Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κύρτωμα: τό, κυρτότης, καμπή, τοῦ ὀστέου κ., ἡ φυσικὴ αὐτοῦ ἐξωτερικὴ κύρτωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 758· μεταφρένου Λουκιαν. π. Ἀπαίδ. 7· τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. Διόδ. 2. 54. 2) τὸ σφαιροειδὲς ἢ στρογγύλον σχῆμα πλήρους κύστεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· οἴδημα, πρήξιμον, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ.· ἡ κοιλία ποτηρίου, Ἀθήν. 488C· ― ἐπὶ παρατάξεως στρατοῦ, μηνοειδὲς ποιῶν, τὸ κύρτωμα Πολύβ. 3. 113, 8, κτλ.

Greek Monolingual

το (Α κύρτωμα) [[κυρτῶ, -όω]]
κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα του οστού» β. «κύρτωμα της αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)
νεοελλ.
η ενέργεια του κυρτώνω, κύρτωση
αρχ.
1. στρογγυλότητακύρτωμα ἀσκοῦ», Ιπποκρ.)
2. το εξογκωμένο μέρος ποτηριού («ἄλλα δὲ δύο [ποτήρια] κατὰ τὸ κύρτωμα μέσον ἐξ ἀμφοῑν τοῑν μεροῑν μικρά», Αθήν.)
3. οίδημα, πρήξιμο
4. ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογκάστρι
5. η παράταξη στρατού σε σχήμα ημισελήνου ή τόξου.