ὑφοράω
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
aor. ὑπεῖδον (v. infr.), look at from below, eye stealthily, view with suspicion or view with jealousy, suspect, τινα X.An.2.4.10; τί μάτην.. ὑπό μ' ἴδες; S.Ichn.172 (lyr.):—Pass., D.11.4, Plu.Rom. 8:—freq. in Med., ὑφορῶμαι (aor. ὑπειδόμην, v. sub voce), in same sense, Th.3.40, X.Mem.2.7.12, Is.2.7, D.18.43, Arist.HA629b10: followed by μή, Plb.3.18.8, etc.: abs., Luc.D Deor.19.1.—Cf. ὑποβλέπω, ὑποψία, ὕποπτος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
regarder en dessous, avec défiance, de mauvais œil : τινα qqn;
Moy. ὑφοράομαι, ὑφορῶμαι (f. ὑπόψομαι, ao.2 ὑπειδόμην) m. sign.
Étymologie: ὑπό, ὁράω.
German (Pape)
(ὁράω), auch im med., ὑφοράομαι, von unten od. mit niedergezogenen Augenbrauen, d.i. scheel, argwöhnisch ansehen, überhaupt in Verdacht haben; ὑπείδου Eur. Ion 1023; Suppl. 694; und in Prosa : ὑφορᾶσθαι τὴν ἡλικίαν Isae. 2.7; Xen. Mem. 2.7.12; Pol. 3.18.8 und öfter, wie Sp., z.B. Luc. D.D. 19.1, Tyrannic. 17.
Russian (Dvoretsky)
ὑφοράω: (fut. ὑπόψομαι, aor. 2 ὑπειδόμην) тж. med.
1 относиться с подозрением, глядеть с недоверием, подозревать (τινα Xen., Dem.): ὑφορῶμενος ὑπό τινος Plut. находящийся на подозрении у кого-л.;
2 опасаться (τι Polyb.): ὑφεωρᾶτο μὴ πολυχρόνιον συμβῇ γενέσθαι τὴν πολιορκίαν Polyb. он опасался, что осада затянется.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφοράω: βλέπω, προσβλέπω κάτωθεν, ῥίπτω λαθραῖα βλέμματα, ὑποπτεύω, τινα Ξεν. Ἀν. 2. 4, 10. ― Παθ., Φίλιππ. παρὰ Δημ., Πλουτ. Ρωμ. 8· ― ἀλλὰ συνήθως ἐν χρήσει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μέλλ. ὑπόψομαι, (ἀόρ. ὑπειδόμην. ἴδε ἐν λέξει) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Θουκ. 3. 40, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 2, Ἰσαῖος περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρου § 7, Δημ. 240, 13, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 2· ― ἑπομένου τοῦ μή, Πολύβ. 3. 18, 8, κλπ.· ἀπολ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Πρβλ. ὑποβλέπω, ὑποψία. ὕποπτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 20. κἑξ.
Greek Monotonic
ὑφοράω: μέλ. ὑπ-όψομαι, αόρ. βʹ ὑπ-εῖδον και Μέσ. -ειδόμην· παρατηρώ, κοιτάζω από χαμηλά, βλέπω με καχυποψία ή ζήλια, υποπτεύομαι, τινά, σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. ὑπ-όψομαι aor2 ὑπ-εῖδον and mid. -ειδόμην
to look at from below, view with suspicion or jealousy, suspect, τινά Thuc., etc.