προδιαλύω

From LSJ
Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαλύω Medium diacritics: προδιαλύω Low diacritics: προδιαλύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: prodialýō Transliteration B: prodialyō Transliteration C: prodialyo Beta Code: prodialu/w

English (LSJ)

A dissolve or break up before, τὰς τάξεις Plb.11.16.2; τὴν τῆν Plu.2.640e:—Pass., Arist.Pr.934b6.
2 relax previously, λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.18(2).462.
3 dilute previously, ὕδατι Asclep.(?)ap.Gal.12.586.
4 mitigate first, Gal.14.693.
5 refute by anticipation, Lib.Decl.49 intr.5.

German (Pape)

[Seite 715] (s. λύω), vorher auflösen, προδιαλελυκότες τὴν τάξιν, Pol. 11, 16, 2.

French (Bailly abrégé)

1 dissoudre d'abord;
2 écarter ou entrouvrir auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διαλύω.

Russian (Dvoretsky)

προδιαλύω:
1 ранее распускать, рассеивать (πνεῦμα προδιαλύεται Arst.): προδιαλελυκότες τὰς τάξεις Polyb. расстроив свои ряды, т. е. беспорядочной толпой;
2 ранее растворять (τὴν γῆν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προδιαλύω: διαλύω πρότερον, τὴν τάξιν Πολύβ. 11. 16, 2· τὴν γῆν Πλούτ. 2. 640Ε. ― Παθ., Ἄριστ. Προβλ. 23. 28.

Greek Monolingual

Α
1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.)
2. χαλαρώνω προηγουμένως
3. αναλύω προηγουμένως
4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως
5. ανασκευάζω προκαταβολικά.