καταέννυμι

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταέννῡμι Medium diacritics: καταέννυμι Low diacritics: καταέννυμι Capitals: ΚΑΤΑΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kataénnymi Transliteration B: kataennymi Transliteration C: kataennymi Beta Code: katae/nnumi

English (LSJ)

or καταεινύω, Ep. Verb, not found in the form καθέννυμι because of the digamma, only in impf., aor. Act., and pf. Pass.:—clothe, cover, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν (aor., v.l. κατείνυον) Il.23.135; νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… κατείνυον Opp.H.2.673:—Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.13.351, 19.431, h.Merc.228, h.Ven.285; ἕδος κ. ὕλῃ h.Ap.225.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ἕννυμι), p. = καθέννυμι, bekleiden, bedecken; ὄρος καταειμένον ὕλῃ, mit Wald bekleideter, waldbewachsener Berg, Od. 13, 351. 19, 431; θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυον (Bekker mit Aristarch καταείνυσαν), sie bedeckten den Todten, Il. 23, 135; Hesych. erkl. κατεκάλυπτον; die Form κατείνυον Opp. Hal. 2, 673 zu vergleichen; a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 488 Ap. Rh. 1, 938.

French (Bailly abrégé)

vêtir ; recouvrir : θριξὶ νέκυν IL un mort de chevelures (dont on lui fait hommage) ; ὄρος καταειμένον ὕλῃ OD montagne couverte de bois.
Étymologie: κατά, ἕννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-έννυμι en κατα-εινύω, ep. voor καθέννυμι, alleen in imperf. en perf. pass., bedekken:. ὄρος καταειμένον ὕλῃ een berg bedekt met bos Od. 13.351.

Russian (Dvoretsky)

καταέννῡμι: (эп. 3 л. pl. impf. καταείνυον - v.l., aor. 1 καταείνῠσαν, эп. part. pf. pass. καταειμένος) одевать, покрывать (θριξὶ πάντα νέκυν, ὄρος καταειμένον ὕλῃ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

καταέννῡμι: ἢ -εινύω (ἀρχ. Ἐπικ. ῥῆμα μὴ ἀπαντῶν ἐν τῷ τύπῳ καθέννυμι ἕνεκα τοῦ δίγαμμα, πρβλ. ἐπιέννυμι), εὔχρηστον μόνον κατὰ παρατ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παθ. (ἴδε κατωτ). Ἐνδύω, καλύπτω, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν (ἀόρ., διάφ. γρ. καταείνυον) Ἰλ. Ψ. 135 (περὶ τοῦ ἐθίμου ἴδε κείρω Ι)· νηοὺς αἵματι καπνῷ τε… καταείνυον Ὀππ. Ἁλ. 2. 673.―Παθ., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Ὀδ. Ν. 351, Τ. 431, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 228, εἰς Ἀφρ. 286.

Greek Monolingual

καταέννυμι και καταεινύω (Α)
καλύπτω, σκεπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔννυμι «ενδύω»].

Greek Monotonic

καταέννῡμι: ή -εινύω, μόνο σε παρατ., αόρ. αʹ και Παθ. παρακ.· ντύνω, καλύπτω, σκεπάζω, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος καταειμένον ὕλῃ, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

or -εινύω only in imperf., aor1 and perf. pass.]
to clothe, cover, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν Il.:— Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.