συνδιοικέω

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιοικέω Medium diacritics: συνδιοικέω Low diacritics: συνδιοικέω Capitals: ΣΥΝΔΙΟΙΚΕΩ
Transliteration A: syndioikéō Transliteration B: syndioikeō Transliteration C: syndioikeo Beta Code: sundioike/w

English (LSJ)

administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7; ἀγῶνα Milet.1(7).203a17 (ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with, μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως.. SIG353.5 (Ephesus, iv B.C.):—Med., παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως.. Thphr. Char.21.11 (s.v.l.):—Pass., share the advantage of, τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich verwalten, anordnen, τινί, mit Einem; Is. 7, 9; Dem. 24, 160.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
administrer avec ou ensemble, τινι.
Étymologie: σύν, διοικέω.

Russian (Dvoretsky)

συνδιοικέω:
1 совместно управлять Isae., Polyb.: σ. τινι Dem. помогать кому-л. в управлении;
2 давать указание, отдавать распоряжение (τινί τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιοικέω: διοικῶ ὁμοῦ, Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι μετὰ τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21.

Greek Monotonic

συνδιοικέω: μέλ. -ήσω, διοικώ από κοινού με κάποιον άλλο, συνάρχω, συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to administer together with another, c. dat., Dem.