τμῆσις
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
-εως, ἡ, (τέμνω)
A cutting, Arist. de An.412b28; τάφρων PHal. 1.107 (iii B. C.).
2 (τέμνω IV. 3) ravaging, γῆς Ἑλληνικῆς Pl.R. 470a.
3 logical division, Id.Plt.276d.
II = τμῆμα, section, Id.Smp.190e.
German (Pape)
[Seite 1123] ἡ, 1) das Schneiden, Abschneiden, Plat. Conv. 190 e; τῆς γῆς, Verheeren des Landes durch Abhauen der Bäume u. Zerstören der Feldfrüchte, Plat. Rep. V, 470 a. – 2) der Schnitt, Hieb, das Zer-, Vertheilen, Plat. Polit. 276 d.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de couper, particul. de dévaster par le fer;
2 coupure, section ; division;
3 t. de gramm. tmèse, séparation de deux mots simples formant un composé, notamment des préverbes dans la poésie épique (ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν p. μῦθον ἐπέτελλεν).
Étymologie: τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
τμῆσις: εως ἡ
1 разрезание, разрубание, рассечение, Arst.;
2 разрез Plat.;
3 истребление мечом, опустошение (τῆς γῆς Plat.);
4 лог. расчленение, деление Plat.;
5 грам. тмесис, рассечение составного, преимущ. приставочного слова, напр., κατὰ δ᾽ ἱδρὼς ἔρρεεν = ἱδρὼς κατέρρεεν.
Greek (Liddell-Scott)
τμῆσις: -εως, ἡ, (τέμνω) τὸ τέμνειν ἢ κόπτειν, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 11. 2) ἡ τμ. τῆς γῆς, ἡ δῄωσις ἢ καταστροφὴ καὶ ἐρήμωσις χώρας, Πλάτ. Πολ. 470Α· πρβλ. κείρω ΙΙ. 2, τέμνω IV. 3. 3) διαίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 276D. II. = τμῆμα, τεμάχιον, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 190Ε.
Greek Monotonic
τμῆσις: -εως, ἡ (τέμνω)·
I. κόψιμο· ἡ τμῆσις τῆς γῆς, καταστροφή και ερήμωση χώρας, σε Πλάτ.
II. = τμῆμα, τεμάχιο, στον ίδ.
Middle Liddell
τμῆσις, εως, τέμνω
I. a cutting: ἡ τμ. τῆς γῆς the ravaging of a country, Plat.
II. = τμῆμα, a section, Plat.