κεραμεία

From LSJ
Revision as of 10:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεία Medium diacritics: κεραμεία Low diacritics: κεραμεία Capitals: ΚΕΡΑΜΕΙΑ
Transliteration A: kerameía Transliteration B: kerameia Transliteration C: kerameia Beta Code: keramei/a

English (LSJ)

ἡ, the potter's craft, Pl.Prt. 324e: prov., ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.Grg.514e, cf.La.187b, Dicaearch. Hist.51; τῆς αὐτῆς κ., of the same make, Eratosth. ap. Ath.11.482b.

German (Pape)

[Seite 1419] ἡ, Töpferei, Töpferkunst; Plat. Prot. 324 e; ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, sprichwörtlich: die Sache beim verkehrten Ende anfangen, Gorg. 514 e, vgl. Schol.; ἦσαν δὲ καὶ οὗτοι οἱ κότυλοι τῆς αὐτῆς κεραμείας Ath. XI, 482 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
art du potier.
Étymologie: κεραμεύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεία -ας, ἡ [κεραμεύς] pottenbakkerskunst, spreekw.: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν de pottenbakkerskunst leren aan de hand van de grote aarden pot (niet gehinderd worden door enige kennis) Plat. Grg. 514c.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμεία: ἡ гончарное ремесло: ἐν τῷ πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν погов. Plat. изучать гончарное искусство на самых крупных сосудах, т. е. начинать со слишком трудного, не с того конца.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεία: ἡ, κεραμουργία, ἡ τέχνη ἢ τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, Πλατ. Πρωτ. 324C· παροιμ., ἐν πίθῳ τὴν κερ. μανθάνειν, ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τὰ δυσκολώτατα πρὶν ἢ μάθωσι τὰ ἁπλούστατα τῆς τέχνης στοιχεῖα, Πλάτ. Γοργ. 514Ε, πρβλ. Λάχ. 187Β, ἴδε Παροιμιογρ. σ. 46, 294· τῆς αὐτῆς κ., τῆς αὐτῆς κατασκευῆς, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 483Β.

Greek Monolingual

κεραμεία, ἡ (Α) κεραμεύς
1. η τέχνη του κεραμέα, η κεραμευτική («οὐ τεκτονική, οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία», Πλάτ.)
2. παροιμ. «ἐν τῇ πίθῳ τὴν κεραμείαν ἐπιχειρεῖν μανθάνειν», δηλ. προσπαθεί να μάθει την τέχνη της κεραμευτικής και αρχίζει από την κατασκευή πιθαριών
λεγόταν γι' αυτούς που προσπαθούν να μάθουν τα δυσκολότερα πριν μάθουν τα στοιχειώδη.

Greek Monotonic

κερᾰμεία: ἡ (κεραμεύς), κεραμική τέχνη ή επιδεξιότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κερᾰμεία, ἡ, κεραμεύς
the potter's art or craft, Plat.

English (Woodhouse)

art of working in clay

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)