μονόχρονος
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
μονόχρονον, in Prosody,
A occupying one time-unit, λέξις Arc.139.20; στοιχεῖα Sch.D.T.p.142 H.
2 having only one quantity, opp.δίχρονος 1, Longin.Proll.Heph. 1.10, Sch.D.T.p.127 H.
II momentary, εὐδαιμονία Aristipp. ap. Ath. 12.544a.
German (Pape)
[Seite 206] von einer Zeit, eine gewisse Zeit dauernd, ἡδυπάθεια, Aristipp. bei Ath. XII, 544 a. – Von einem Zeitmaße, im Gegensatz von δίχρονος, Gramm., wie B. A. 1171.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχρονος: -ον, ἀντίθετ. τῷ δίχρονος, ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς χρόνου κατὰ τὴν προσῳδίαν, Α. Β. 1171· οὕτως ἐν τῷ ῥήμ. μονοχρονέω, Χοιροβ. σ. 20. 16. ΙΙ. ὀλιγοχρόνιος, πρόσκαιρος μόνον, Ἀρίστιππ. παρ’ Ἀθην. 544Α.
Greek Monolingual
μονόχρονος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από έναν μόνο προσωδιακό χρόνο
2. αυτός που έχει μία μόνο ποσότητα, δηλ. που αποτελείται από μία βραχεία συλλαβή
3. εφήμερος, προσωρινός, πρόσκαιρος («τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι καὶ μονόχρονον αὐτὴν εἶναι», Αρίστιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χρόνος (πρβλ. ισόχρονος, πολύχρονος)].