ἑτεροειδής

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροειδής Medium diacritics: ἑτεροειδής Low diacritics: ετεροειδής Capitals: ΕΤΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: heteroeidḗs Transliteration B: heteroeidēs Transliteration C: eteroeidis Beta Code: e(teroeidh/s

English (LSJ)

ἑτεροειδές,
A of another kind, Arist. HA508b11, f.l. in Placit.2.30.5; of diverse kinds, Ph.Fr.29 H.
2 having the form of diversity, Dam.Pr.303; opp. ταυτοειδής, ib.340. Adv. ἑτεροειδῶς ib.55.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, von anderer Art, Gestalt, Arist. H. A. 2, 12; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'autre apparence, d'autre aspect ; d'autre espèce.
Étymologie: ἕτερος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροειδής: имеющий другой вид (Arst. - v.l. к ἐντεροειδής).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροειδής: -ές, ἀνήκων εἰς ἕτερον εἶδος, διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 25, Πλουτ. 2. 894Α. ― ἑτεροείδεια, ἡ, ἕτερον εἶδος, Θεολ. Ἀρ. σ. 8.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροειδής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος
2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος
(νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. δυσειδής, ευειδής].