βαθύξυλος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
βαθύξυλον,
A with deep wood, ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃ E.Ba.1138; β. δρυμοί Arist.Mu.392b18.
2 built high with wood, (πυρά) B.12.169.
b deeply carved, γλυφαί, of coffered ceilings, J.AJ15.11.5.
Spanish (DGE)
(βᾰθύξῠλος) -ον
1 de arraigado o espeso boscaje s. cont., A.Fr.204b.24, ὕλης ἐν βαθυξύλῳ φόβῃ E.Ba.1138, δρυμοί Arist.Mu.392b18.
2 de alta pila de leña (πυρά) B.13.169.
3 en altorrelieve de madera γλυφαί I.AI 15.416.
German (Pape)
[Seite 424] (ξύλον), mit tiefem, dichtem Gehölz, Eur. Bacch. 1138; Arist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément boisé, aux bois épais.
Étymologie: βαθύς, ξύλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύξυλος -ον βαθύς, ξύλον met dicht hout:. ὕλης ἐν βαθυξύλωι φόβηι in het gebladerte van het dichte hout van een bos (lett. het gebladerte met dicht hout; d.w.z. in een bos met dicht opeenstaande bomen) Eur. Ba. 1138.
Russian (Dvoretsky)
βαθύξῠλος: густо поросший деревьями, густой (ὕλης φόβη Eur.; δρυμοί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύξῠλος: -ον, πυκνόδενδρος, ὕλης βαθυξύλῳ φόβῃ Εὐρ. Βάκχ. 1138· β. δρυμοὶ Ἀριστ. π. Κόσ. 3. 1.
Greek Monolingual
βαθύξυλος, -ον (Α)
1. (για περιοχή) με πυκνά δέντρο
2. (για φωτιά) από μεγάλο σωρό ξύλων.
Greek Monotonic
βᾰθύξῠλος: -ον (ξύλον), πυκνόδεντρος, σε Ευρ.