στρυφνότης

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρυφνότης Medium diacritics: στρυφνότης Low diacritics: στρυφνότης Capitals: ΣΤΡΥΦΝΟΤΗΣ
Transliteration A: stryphnótēs Transliteration B: stryphnotēs Transliteration C: stryfnotis Beta Code: strufno/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A rough, harsh taste, sourness, Arist.Cat.9a30, Pr.864b5: pl., Diocl.Fr.138, Gal.6.465.
II metaph., harshness of style, prob. in D.H.Dem.34 (στριφνότης (q.v.) codd.); περὶ τὸ ἦθος Plu.Mar.2.

German (Pape)

[Seite 957] ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 saveur âcre, acerbe;
2 fig. caractère âpre, morose.
Étymologie: στρυφνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρυφνότης -ητος, ἡ [στρυφνός] zuurheid; ook overdr. van iems. karakter zuurheid, norsheid. Plut. Mar. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

στρυφνότης: ητος ἡ
1 терпкость, вяжущий вкус Arst., Plut.;
2 угрюмость, мрачность (περὶ τὸ ἦθος Plut.).

Greek Monotonic

στρυφνότης: -ητος, ἡ, οξεία, δριμεία, στυφή γεύση· μεταφ., τραχύτητα, δυστροπία χαρακτήρα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρυφνότης: -ητος, ἡ, τραχεῖα, στρυφνὴ γεῦσις, «στυφάδα», «ξινάδα»,· Ἀριστ. Κατηγ. 8, 8, Προβλ. 1. 42, 4. ΙΙ. μεταφορ., τραχύτης ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 34· στρ. περὶ τὸ ἦθος Πλουτ. Μάρ. 2.

Middle Liddell

στρυφνότης, ητος, ἡ,
a rough, harsh taste: metaph. harshness of temper, Plut.