χλαρός

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλᾱρός Medium diacritics: χλαρός Low diacritics: χλαρός Capitals: ΧΛΑΡΟΣ
Transliteration A: chlarós Transliteration B: chlaros Transliteration C: chlaros Beta Code: xlaro/s

English (LSJ)

ά, όν, only Pi.P.9.38 χλαρὸν (v.l. χλιαρόν) γελάσσαις to laugh exultingly, gaily (fort. χλοαρόν); but Hsch. has χλαρόν· κόχλαξ; also, = ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν, and = ἐλαιηρὸς κώθων, Id.

German (Pape)

[Seite 1358] nur Pind. P. 9, 39, χλαρὸν γελᾶν, nach Herm. dor. für χλωρόν, jugendlich, frisch und kräftig, nach Schneider und Böckh statt λαρόν, angenehm, sanft.

Russian (Dvoretsky)

χλᾱρός: предполож. веселый, шумный: χλαρὸν γελᾶν Pind. шумно (по по друг. слегка) смеяться.

Greek (Liddell-Scott)

χλᾱρός: -ά, -όν, μόνον παρὰ Πινδ. ἐν Π. 9. 65 χλᾱρὸν γελᾱν, μετὰ χαρᾶς, εὐθύμως. (Ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξ. πρὸς τὸ ῥῆμα * χλάδω ὃ ἴδε)· ὁ Ἕρμανν. νομίζει ὅτι εἶναι Δωρικ. ἀντὶ χλωρόν, ὁ δὲ Schneid. καὶ ὁ Böckh ἀντὶ λαρόν. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει χλαρόν, χλαρὰ μὲ τέσσαρας σημασίας, ὧν οὐδεμία ἁρμόζει εἰς τὸ χωρίον τοῦ Πινδάρου).

English (Slater)

χλᾱρός, sens. dub., ? softly, gaily, v. Wil., 268̆{1}. ἀγανᾷ χλαρὸν γελάσσαις ὀφρύι (v.l. χλιαρόν: χλοαρόν coni. Schr., cll. (N. 8.40): χλαρόν = λαρόν Boeckh: χλωρόν Hermann: v. Hesych., s. v. χλαρόν) (P. 9.38) ]

Greek Monotonic

χλᾱρός: -ά, -όν, χαρούμενος, χλαρὸν γελᾶν, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χλᾱρός, ή, όν
exultant, χλαρὸν γελᾶν Pind.

Frisk Etymology German

χλαρός: {khlarós}
Meaning: nur in χλαρὸν γελάσσαις (Pi. P. 9, 38), nach Sch. = προσηνὲς καὶ ἡδύ. Dazu aus H.: χλαρόν· ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον; auch = ἐλαιηρὸς κώθων; χλαρά· ψαιστὰ ἐν ἐλαίῳ (myk. ka-ra-re-we = χλαρῆϝες?? s. Morpurgo Lex. s.v. m. Lit.).
Etymology: Unklar. Von Persson Beitr. 2, 791 A. 3 zögernd mit awno. glōra funkeln usw. verglichen; s. auch χλωρός. — An χλάρ κόχλαξ H. erinnert, wohl nicht zufällig, lat. glārea Kies; so schon Vossius und Doederlein, s. W.-Hofmann 1, 868 (abgelehnt); ebenso Alessio Studi etr. 18, 132 (als Mittelmeerwort).
Page 2,1102