ὑπολήνιον

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολήνιον Medium diacritics: ὑπολήνιον Low diacritics: υπολήνιον Capitals: ΥΠΟΛΗΝΙΟΝ
Transliteration A: hypolḗnion Transliteration B: hypolēnion Transliteration C: ypolinion Beta Code: u(polh/nion

English (LSJ)

τό, vessel placed under a press to receive the wine or oil, vat, LXX Jl.3(4).13, Is.16.10, Ev.Marc.12.1, Poll.10.130; dub. sens. in POxy.1735.5 (iv A. D.): as adjective, κρατῆρας -ίους dub. sens. in OGI 383.147 (Commagene, i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1224] τό, ein unter die Kelter zu setzendes Gefäß, Wein oder Oel hineinlaufen zu lassen, übh. Trog, Sp., wie Geopon.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cuve sous le pressoir.
Étymologie: ὑπό, ληνός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολήνιον: τό виноградный чан (под точилом) NT.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολήνιον: τό, ἀγγεῖον τιθέμενον ὑπὸ τὸ στόμιον ληνοῦ, ἵνα δέχηται τὸ ἐκ τῶν πατουμένων σταφυλῶν ἐκρέον γλεῦκος, «πολῆνι», Λατ. lacus, Πολυδ. Ι΄, 130, Ἑβδ. (Ἰωὴλ Γ΄, 13, Ἡσ. Ιϛʹ, 10), Καιν. Διαθ.

English (Strong)

neuter of a presumed compound of ὑπό and ληνός; vessel or receptacle under the press, i.e. lower wine-vat: winefat.

English (Thayer)

ὑποληνιου, τό (i. e. τό ὑπό τήν ληνόν, cf. τό ὑποζύγιον), a vessel placed under a press (and in the Orient usually sunk in the earth) to receive the expressed juice of the grapes, a pit: (ὤρυξεν ὑπολήνιον; R. V. he digged a pit for the winepress), ληνός (and B. D. under the word Winepress). (Demiopr. quoted in Pollux 10 (29), 130; Geoponica; the Sept. for יֶקֶב, Alex.)

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
δοχείο τοποθετούμενο κάτω από το στόμιο του ληνού για να δέχεται το γλεύκος που εκρέει με το πάτημα τών σταφυλιών, κν. σήμερα πολήνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ληνός «πατητήρι σταφυλιών» + επίθημα -ίον].

Greek Monotonic

ὑπολήνιον: τό (ληνός), αγγείο που τοποθετείται κάτω από στόμιο ληνού για να δέχεται κρασί ή λάδι, κάδος, Λατ. lacus, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὑπο-λήνιον, ου, τό, ληνός
the vessel under a press to receive the wine or oil, a vat, Lat. lacus, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpol»nion 虛坡-累你按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在下-槽
字義溯源:壓榨時用的容器,壓酒池,製酒桶,槽,坑;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ληνός)*=酒醡)組成
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 一個壓酒池(1) 可12:1