κατερύκω
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
hold back, detain, μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω Il.6.518; κ. καὶ ἔσχεθεν ἱεμένω περ Od.4.284, cf. 1.315, 15.73; μηδένα… ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467: rare in Att., τῶν ἀγαθῶν οἵων ἀποκλείεις καὶ κατερύκεις Ar.V.601:—Pass., κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Od.1.197,4.498.
German (Pape)
[Seite 1397] (s. ἐρύκω), zurückhalten, aufhalten, hindern; καὶ ἐσσύμενον Il. 6, 518, öfter; καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ Od. 4, 284; καὶ ἀποκλείειν τινός Ar. Vesp. 601. – Pass., Od. 4, 498.
French (Bailly abrégé)
retenir, arrêter ; Pass. être arrêté : εὐρέϊ πόντῳ OD par la vaste mer.
Étymologie: κατά, ἐρύκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ερύκω, ep. praes. κατερυκάνω tegenhouden, vasthouden.
Russian (Dvoretsky)
κατερύκω: (ῡ), Hom. κατερῡκάνω задерживать, удерживать (τινὰ ἐσσύμενον Hom.): ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Hom. (Одиссей) жив, но где-то задерживается обширным морем; κ. τινός Arph. не давать доступа к чему-л., лишать чего-л.
Greek Monolingual
κατερύκω (Α)
κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, καθυστερώ κάποιον («μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐρύκω «αναχαιτίζω, περιορίζω»].
Greek Monotonic
κατερύκω: [ῡ], μέλ. -ξω, κρατώ πίσω, εμποδίζω, καθυστερώ, σε Όμηρ., Θέογν., Αριστοφ. — Παθ., κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατερύκω: ῡ: μέλλ. -ξω, κρατῶ ὀπίσω, ἐμποδίζω, μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω Ἰλ. Ζ. 518· κ. καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ’ Ὀδ. Δ. 284· μή με κατέρυκε λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο Α. 315., Ο. 73· μηδένα… ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Θέογν. 467· σπαν. παρ’ Ἀττ., τῶν ἀγαθῶν, ὧν ἀποκλείεις καὶ κατερύκεις Ἀριστοφ. Σφ. 601.- Παθ., κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Ὀδ. Α. 197., Δ. 498.
Middle Liddell
fut. ξω
to hold back, detain, Hom., Theogn., Ar.:—Pass., κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Od.