δορυφορία

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῠφορία Medium diacritics: δορυφορία Low diacritics: δορυφορία Capitals: ΔΟΡΥΦΟΡΙΑ
Transliteration A: doryphoría Transliteration B: doryphoria Transliteration C: doryforia Beta Code: dorufori/a

English (LSJ)

ἡ,
A guard kept over, τῆς ἐπιστολῆς X.Cyr.2.2.10: abs., Iamb.Myst.2.7; concrete, body-guard, LXX 2 Ma.3.28.
II Astron., κατὰ δορυφορίαν τῶν τροπικῶν κύκλων Placit.2.23.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cuerpo de guardia, escolta militar μετὰ πάσης δορυφορίας LXX 2Ma.3.28, cf. Hld.7.19.4, σὺν πολλῇ δορυφορίᾳ Hld.8.9.16, cf. Iul.Mis.358b, Eun.VS 474, c. gen. obj. δ. τῆς ἐπιστολῆς la escolta militar de la carta X.Cyr.2.2.10
fig. de un parásito, Luc.Par.59, de ángeles, Iambl.Myst.2.7, ταῖς ἐκ πλούτου δορυφορίαις ἤρμενοι provistos de la escolta de la riqueza Cyr.Al.M.70.1172B.
2 astr. escolta, cortejo de los planetas, una de las relaciones de posición de los planetas entre sí Placit.2.23.6, Vett.Val.5.14, 422.6.

German (Pape)

[Seite 660] ἡ, dasselbe; Xen. Cyr. 2, 2, 10; von den Sternen, Plut. plac. phil. 2, 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service des gardes du corps;
2 astres satellites (du soleil).
Étymologie: δορυφόρος.

Russian (Dvoretsky)

δορυφορία:
1 Xen. = δορυφόρημα;
2 астр. спутники (τῶν τροπικῶν κύκλων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δορῠφορία: ἡ, ἡ ἐπί τινος ἐπαγρύπνησις, φρούρησις, τινὸς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10· ἐπὶ τῶν ἀστέρων ὡς δορυφόρων τοῦ ἡλίου, παρὰ Πλουτ. 2. 890Ε.

Greek Monolingual

η (AM δορυφορία)
φρουρά, σωματοφυλακή
μσν.
1. τιμή
2. επίσημη κηδεία, ταφή
αρχ.
(για τα αστέρια) το να είναι δορυφόροι του ηλίου.

Greek Monotonic

δορῠφορία: ἡ, περιφρούρηση από σωματοφύλακες, τινός, σε Ξεν.

Middle Liddell

δορῠφορία, ἡ, n
guard kept over, τινός Xen. [from δορῠφόρος]