λακέρυζα

From LSJ
Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰκέρυζα Medium diacritics: λακέρυζα Low diacritics: λακέρυζα Capitals: ΛΑΚΕΡΥΖΑ
Transliteration A: lakéryza Transliteration B: lakeryza Transliteration C: lakeryza Beta Code: lake/ruza

English (LSJ)

ἡ, (λάσκω) one that screams or cries, λ. κορώνη a cawing crow, Hes.Op.747, Ar.Av.609, A.R.3.929 (pl.); λ. κύων a yelping dog, Lyr.Adesp.135 (masc. λακέρυζος restored by Toup in AP9.317 for λακόρυζος).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
qui crie.
Étymologie: R. Λακ, résonner.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκέρυζα: ἡ, (√ΛΑΚ, λάσκω) ἡ κραυγάζουσα, κράζουσα, λ. κορώνη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρν. 609· λακέρυζα κύων, ὑλακτοῦσα σκύλλα, Ποιητὴς παρὰ Πλάτ. Πολ. 607Β· - τὸ ἀρσεν. λακέρυζος ἐπηνώρθωσεν ὁ Toup ἐν Ἀνθ. Π. 9. 317 ἀντὶ τοῦ λακόρυζος. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λακέρυζα, ἡ (Α)
1. (για πτηνό) αυτή που κρώζει δυνατά («οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντ' ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κορώνη;», Αριστοφ.)
2. (για σκύλα) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < λακερός.

Greek Monotonic

λᾰκέρυζα: ἡ (λάσκω), κάποια που κραυγάζει ή κλαίει, λακέρυζα κορώνη, κοράκι που κράζει, σε Ησίοδ.· λακερύζων κύων, σκύλος που γαβγίζει, παρά Πλάτ.

Frisk Etymological English

Meaning: one that cries
See also: s. λαγκρύζεσθαι

Middle Liddell

λᾰκέρυζα, ἡ, [from λᾰκεῖν, aor2 inf. of λάσκω
one that screams or cries, λ. κορώνη a cawing crow, Hes.; λ. κύων a yelping dog, ap. Plat.