ἐπιπταίρω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
sneeze at, υἱός μοι ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσιν he sneezed as I spoke the words (a good omen), Od.17.545, cf. h.Merc.297, Nonn. D.7.107: metaph., to be gracious to, favour, Ἔρωτές τινι ἐπέπταρον Theoc.7.96; ἀγαθός τις ἐ. ἐρχομένῳ Id.18.16.
German (Pape)
[Seite 973] dabei, dazu niesen, z. B. πᾶσιν ἔπεσσιν, zu allen Worten, Od. 17, 545, welches als glückbedeutendes Zeichen galt (vgl. Xen. An. 3, 2, 9). Dah. übtr. von den Göttern, Einem gnädig sein, Theocr. 7, 96, vgl. 18, 16.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐπέπταρον;
éternuer après : πᾶσιν ἔπεσσιν OD éternuer à tous les mots (ce qui était un signe de bon augure).
Étymologie: ἐπί, πταίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπταίρω:
1 (при чем-л.) чихать (что считалось благоприятной приметой): ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσιν Hom. при всех (этих) словах (Телемах) чихнул;
2 благоприятствовать, быть благосклонным (τινί Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπταίρω: πταρνίζομαι ἐπάνω εἴς τι, οὐχ ὁράᾳς ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσιν; δὲν βλέπεις, πῶς ἐπταρνίσθη ὁ υἱός μου ἐπάνω εἰς τοὺς λόγους μου; (ὅπερ ἐθεωρεῖτο καλὸς οἰωνός, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9, Ἀθην. 66C), Ὀδ. Ρ. 545, πρβλ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 297: - μεταφ., εἶμαι εὐμενής τινι, ἐπὶ ἐρώτων, Σμιχίδᾳ μὲν ἔρωτες ἐπέπταρον Θεόκρ. 7. 96· ἐπὶ θεοῦ, θεός τις ἐπέπταρεν ἐρχομένῳ τοι ἐς Σπάρταν ὁ αὐτ. 18. 16.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέπταρε: sneeze at; τινὶ ἐπέεσσιν (at one's words, a lucky omen; πᾶσι, means that the omen applied to all she had said), Od. 17.545†.
Greek Monolingual
ἐπιπταίρω (Α) πταίρω
1. φταρνίζομαι ενώ λέγεται ή γίνεται κάτι, με το φτάρνισμα δείχνω επιδοκιμασία, υποδηλώνω ευτυχή έκβαση («ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσιν», Ομ. Οδ.)
2. (για θεούς) είμαι ευμενής.
Greek Monotonic
ἐπιπταίρω: αόρ. βʹ -έπτᾰρον, φταρνίζομαι πάνω σε, ἐπέπταρε ἔπεσσιν, φταρνίστηκε καθώς μιλούσα, σημάδι καλού οιωνού, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., λέγεται για τους θεούς, είμαι ευμενής προς, τινί, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
aor2 -έπτᾰρον
to sneeze at, ἐπέπταρε ἔπεσσιν he sneezed as I spoke the words, a good omen, Od.:—metaph. of the gods, to be gracious to, τινί Theocr.