γυιόω
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
(γυιός) lame, γυιώσω… ὑφ' ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Il.8.402, cf. 416; wound, Nic.Th.731; γυιωθείς lame, Hes.Th.858, cf. Hp. Art.52; weaken, reduce, Id.Acut.59; γ. βίης deprive of strength, Orph.Fr.135.
Spanish (DGE)
1 dejar cojo, lisiar ὠκέας ἵππους Il.8.402, 416
•en v. med.-pas. quedar lisiado ἤριπε γυιωθείς (Tifón), Hes.Th.858, γυιοῦται ὁ μηρὸς καὶ ἡ κνήμη καὶ ὁ πούς Hp.Art.52, τὸν μὲν ... ἔδρακε γυιωθέντα Q.S.11.55.
2 herir, picar ὅντινα γυιώσῃ de una araña, Nic.Th.731.
3 debilitar los miembros (μέλι) γυιοῖ καὶ ἀκρωτήρια ψύχει Hp.Acut.59, cf. VM 9
•c. gen. ὃν γυιώσῃ τε βίης al cual prive de su vigor ref. la castración, Orph.Fr.135.3.
German (Pape)
[Seite 508] (γυιός), lähmen, Hom. zweimal, Iliad. 8, 402 γυιώσω μέν σφωιν ἳππους, 416 γυιώσειν μὲν σφῶιν ἵππους; Apollon. Lex. Homer. p. 55, 26; – γυιωθείς Hes. Th. 857; übh. schwächen, entkräften, Hippocr.; verwunden, Nic. Th. 731.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. γυιώσω;
rendre boiteux, estropier.
Étymologie: γυιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιόω [γυιός] act. causat., met acc. lam maken, verminken, verlammen; pass.. ἤριπε γυιωθείς hij viel verminkt neer Hes. Th. 858. med. intrans. verzwakt raken, zwakker worden:. γυιοῦται ὁ μηρός het dijbeen verzwakt Hp. Art. 52.
Russian (Dvoretsky)
γυιόω: увечить, калечить (ἵππους Hom.): γυιωθείς Hes. тяжко пораженный, изувеченный.
English (Autenrieth)
fut. γυιώσω: lame, Il. 8.402 and 416.
Greek Monotonic
γυιόω: (γυιός), μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον χωλό, σε Ομήρ. Ιλ.· γυιωθείς, αυτός που έγινε κουτσός, χωλός, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
γυιόω: (γυιός), κάμνω τινὰ χωλόν, γυιώσω· ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.