χωριτικός

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρῑτικός Medium diacritics: χωριτικός Low diacritics: χωριτικός Capitals: ΧΩΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chōritikós Transliteration B: chōritikos Transliteration C: choritikos Beta Code: xwritiko/s

English (LSJ)

χωριτική, χωριτικόν, of country-folk, rustic, πλῆθος Plu.Per.34; χ. ἀνήρ countryman, Ael.VH9.27. Adv. χωριτικῶς = in rustic fashion, opp. ἐν χλιδῇ, X.Cyr.4.5.54, cf. Muson.Fr. 11p.59H.

German (Pape)

[Seite 1388] dem Landmanne gehörig, ländlich; πλῆθος, die Menge der Landbewohner, Plut. Pericl. 34. – Adv. χωριτικῶς, Gegensatz ἐν χλιδῇ, Xen. Cyr. 4, 5,54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la campagne, campagnard : πλῆθος χωριτικόν PLUT foule des gens de campagne.
Étymologie: χωρίτης.

Russian (Dvoretsky)

χωρῑτικός: сельский, деревенский: πλῆθος χωριτικόν Plut. толпа поселян.

Greek (Liddell-Scott)

χωρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς χωρικὸν ἢ ὅμοιος χωρικῷ, ἀγροτικός, χ. πλῆθος Πλουτ. Περικλ. 34· χ. ἀνήρ, χωρίτης, χωρικός, Αἰλ. Ποικ. Ἱστορ. 9. 27. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν χωρικῶν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν χλιδῇ, Ξεν. Κύρου 4. 5,. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χωρίτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρίτη, στον χωρικό, ή ο όμοιος με αυτόν, αγροτικός
2. φρ. «χωριτικὸς ἀνὴρ» — χωρικός (Αιλ.).
επίρρ...
χωριτικῶς Α
όπως οι χωρικοί, σαν τους χωρικούς.

Greek Monotonic

χωρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει σε χωρικό, χωριάτικος, αγροτικός, σε Πλούτ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο των χωρικών, σε Ξεν.

Middle Liddell

χωρῑτικός, ή, όν [from χωρῑ́της]
of or like a countryman, rustic, rural, Plut.: adv. -κῶς, in rustic fashion, Xen.