ὀρνιθοσκόπος
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
(parox.), ον, observing and predicting by the flight and cries of birds, Lat. augur, auspex, Thphr. Char.16.11, 19.8, D.H.2.60, Poll.7.188, etc.; θᾶκος ὀ. an augur's seat, S.Ant.999.
German (Pape)
[Seite 383] wie ὀρνεοσκόπος, die Vögel beobachtend, um aus ihrem Fluge u. ihrer Stimme zu weissagen, Vogelschauer, Vogeldeuter, augur, auspex, VLL.; adjectivisch, εἰς γὰρ παλαιὸν θᾶκον ὀρνιθοσκόπον ἵζων, Soph. Ant. 986.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à prendre les auspices.
Étymologie: ὄρνις, σκοπέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθοσκόπος: птицегадательский, предназначенный для птицегадателя (θᾶκος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν τὰ πτηνὰ καὶ προλέγων ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν φωνῶν, Λατ. augur, auspex, Πολυδ. Ζ΄, 188, κτλ.· - θᾶκος ὀρν., ἕδρα τοῦ ὀρνιθοσκόπου, Λατ. templum augurale, Σοφ. Ἀντ. 999.
Greek Monolingual
ὀρνιθοσκόπος, -ον (Α)
1. αυτός που προφητεύει το μέλλον από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών
2. φρ. «θᾱκος ὀρνιθοσκόπον» — εδώλιο ορνιθοσκόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνοσκόπος].
Greek Monotonic
ὀρνῑθοσκόπος: -ον (σκοπέω), αυτός που παρατηρεί τα πουλιά και προλέγει το μέλλον ερμηνεύοντας το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, οιωνοσκόπος, θᾶκος ὀρνιθοσκόπου, το κάθισμα του οιωνοσκόπου, Λατ. templum augurale, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὀρνῑθο-σκόπος, ον, σκοπέω
observing and predicting by the flight and cries of birds: —θᾶκος ὀρν. an augur's seat, Lat. templum augurale, Soph.