οἴναρον

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνᾰρον Medium diacritics: οἴναρον Low diacritics: οίναρον Capitals: ΟΙΝΑΡΟΝ
Transliteration A: oínaron Transliteration B: oinaron Transliteration C: oinaron Beta Code: oi)/naron

English (LSJ)

τό,
A vine-leaf or tendril, X.Oec.19.18, Thphr. HP 9.13.5, Babr.34.2 (v.l. οἰνάσιν), etc.
II vine, Alciphr. 3.22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 feuille de vigne, pampre;
2 vigne.
Étymologie: οἴνη.

German (Pape)

τό, Weinlaub (τὰ τῆς ἀμπέλου φύλλα, Schol. Nic. Al. 55); Xen. Oec. 19.18, Theophr. und A.

Russian (Dvoretsky)

οἴναρον: τό виноградный лист Xen.

Greek (Liddell-Scott)

οἴνᾰρον: τό, = τῷ προηγ., Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ ἄμπελος, Ἀλκίφρων 3. 22.

Greek Monolingual

οἴναρον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το κλαδί της αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν.
β. «ἄμπελος διατηρεῖ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.)
2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -αρον (πρβλ. φάλος: φάλ-αρον)].

Greek Monotonic

οἴνᾰρον: τό (οἴνη), αμπελόφυλλο, σε Ξεν.

Middle Liddell

οἴνᾰρον, ου, τό, οἴνη
a vine-leaf, Xen.